Μέσα Νοέμβρη, και το μάζεμα της ελιάς για μια ακόμη χρονιά ξεκίνησε.Σαν πιστός στρατιώτης της οικογένειας, ανέβηκα στο χωριό μαζί με τον πατέρα μου, να βγάλουμε το λάδι του χειμώνα.Τριγυρνώντας στα σοκάκια και τα χωράφια του χωριού, μεγάλη νοσταλγία με έπιασε.Στους κάμπους που τώρα ακούς κάποια σπαστά ελληνικά μαζί με αλβανικά και πακιστανικά, κάποτε σαν ολόκληρη πομπή έρχονταν οι κάτοικοι του χωριού, με τραγούδια και όρεξη να δουλέψουν.Καλλιεργούσαν τη φύση με σεβασμό προς αυτή, προκειμένου να δρέψουν τους καρπούς της και να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες.Στα στενάκια του χωριού δε, η απόλυτη ερημιά.Κάποιοι παπούδες έχουν ξεμείνει σε ένα καφενείο, και δυο παιδιά παίζουν στην πλατεία, τα αδέρφια της ίσως μοναδικής οικογένειας που επιμένει στη ζωή του χωριού.
‘’Θεέ μου πρωτομάστορα με έκτισες μέσα στα βουνά,
Θεέ μου πρωτομάστορα, με έκτισες μες΄τη θάλλασα.’’
Τώρα που ζούμε όμως?Δε ζούμε στο βουνό, μα ούτε και στην θάλλασα.Δε μπορω να νιώσω ουτε το διαπεραστικό χειμωνιάτικο αγιάζι, ουτε να ακούσω το βροντερό θόρυβο της θάλασσας τις φουρτουνιασμένες μέρες.Εμείς ζούμε στο τσιμέντο.Ζούμε στο τραβεστί κλίμα του αστικού τοπίου, όπου το καυσαέριο μολύνει τα πνευμόνια μας και κάθεται στο δέρμα μας χειμώνα καλοκαίρι.Υπομένουμε αυτή την ουδέτερη ζωή , μέχρι να δούμε στίς ειδήσεις του STAR οτι πρέπει να πάμε διακοπές και να τραβήξουμε για πιο παρθένα μέρη που η φύση οργιάζει.
‘’Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τρένο.’’
Πράγματι, οι μάγκες δεν υπάρχουν πια.Τούς πάτησε ο χρόνος.Γιατί στη λέξη μάγκας, εμένα μου έρχεται στο νου ο καλοσυνάτος άνθρωπος του χθές, που στο πρόσωπό του καθρεφτίζονταν οι κακουχίες της ζωής και τα χέρια του ήταν σημαδεμένα απο το παραγάδι και την αξίνα.Ο μουσάτος ψαράς με το σκαλισμένο πρόσωπο, ενθύμιο της θάλλασας που έθρεψε την οικογένειά του, και ο λεπτοκαμωμένος αγρότης που καλιέργησε το χωραφάκι του και απέκτησε την στοιχειώδη αυτάρκεια.Τι να πούν σε αυτούς λοιπόν, τα καχεκτικά μας δάχτυλα, συνηθισμένα στο να πατάνε κουμπιά και πλήκτρα?Τι να πουν σε αυτούς οι μαστουρωμένες φάτσες μας, που έχουν ξεχάσει να συσπώνται απο την προσκόλησή μας σε αυτές τις ρημαδοοθόονες?Είμαστε πολύ λίγοι μπροστά τους .
‘’Είμαι μια γλάστρα στο μπαλκόνι,
Άντε το ταβάνι με πλακώνει,
Το αίμα μου έχει γίνει χλωροφύλλη,
'Αντε με ποτίζουν κάτι φίλοι.’’
Και υπομένουμε αυτή τη μισή ζωή.Αυτή την καθιστική, καταθλιπτική ζωή που έχουν ορίσει οι εταιρίες για εμάς.Πρέπει να υπάρχει κάποια πολύ συγκεκριμένη αφορμή για να βγείς από το σπίτι.Στούς δρόμους της πόλης θα σε πετύχω πάντα κάπου να πηγαίνεις.Στην δουλεία, για να κάτσεις μπροστά από έναν υπολογιστή, στο σπίτι για να δείς τηλεόραση και να λιώσεις στο facebook, στο σινεμά για να στραβωθείς-καθιστός πάντα-σε μια μεγαλύτερη οθόνη, στην καφετέρια για να δείς την ομάδα σου.Έχει αιχμαλωτιστεί το βλέμμα μας σε αυτά τα κινούμενα pixels και δεν λεει να ξεκολλήσει.Άλλες φορές θα προτιμήσεις το τηλέφωνο και το skype από την αληθινή ανθρώπινη επικοινωνία.Και για να αντιμετωπίσεις αυτή την ανθηυγεινή ζωή που κάνεις, το ρίχνεις στα χαπάκια.Να σου το αντικαταθληπτικό, να και το τονωτικό για να τα βγάλεις πέρα στην δουλειά, να και το χαπάκι για την μέση γιατί έφτασες 25 και δεν μπορείς να κουνηθείς απο την ακινησία.Όμως πως κατάφερνε η γιαγιάκα στα 70 της να σκαρφαλώνει στις ελιές και να τινάζει το δέντρο?Τοτε, η κίνηση ήταν στην καθημερινότητά τους.Η ζωή ήταν μια μικρή περιπέτεια, χωρίς τους πολύπλοκους μηχανισμούς του σήμερα.
‘’Τα παιδιά, τα παιδιά,
Που 'χουνε πόνο στη ματιά,
Τα παιδιά, τα παιδιά,
Που δεν γελάνε άλλο πια τα παιδιά.’’
Και στα παιδιά που μεγαλώνουνε στις πόλεις και στερούνται κάθε δικαιώματος μιας ομαλής και ευχάριστης παιδικής ηλικίας τι θα πούμε?Θα συνεχίζουμε να τα μπουκώνουμε με ηλεκτρονικά παιχνίδια και παιδικά αμφίβολης ποιότητας, μέχρι να γίνουν ενήλικες γεμάτοι κόμπλεξ και αποθημένα?Θα συνεχίσουμε να τα στέλνουμε στα σχολεία-φυλακές που έχουμε φτιάξει , αυτά τα σχολεία που αποπνέουν συντηρητισμό και εξουσία?Όσοι απο εμάς προλάβαμε να παίξουμε στις αλάνες και να σκίσουμε τα γόνατά μας κοιτάμε με λύπηση αυτά τα παιδιά, που δεν γνώρισαν αληθινό παιχνίδι στη ζωή τους.Πόσο μάλλον οι γονείς μας, που έπαιξαν στη φύση, κυνήγησαν λαγούς, φίδια και λέρωσαν τα ρούχα τους, καθαρίζοντας όμως την ψυχή τους για πάντα.