Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Ο τύμβος της ζωής

Στη μοίρα τίποτα δε φθίνει, ο άνεμος γεννά και θανατώνει τον ειρμό.
Στην όραση η αλήθεια καταλήγει, κι ο νους ξεχωρίζει το βαθύ απ΄ το κενό.
Στο αύριο χάνεσαι, κάπου κάπως κάτι πέτυχες.
Δεν έφυγες
Φθόνος

Στον ίσκιο πάντα κρύβομαι, όπου ο ήλιος αδυνατεί, δε με ξεγελάει.
Στον ίσκιο πάντα σέρνομαι, εκεί δε με ξετρυπώνει, παραμύθια δεν πουλάει.
Στο χθες σου θάβεσαι, μιλάς ξεχνάς, πάλι λυπάσαι.
Απλά αυταπατάσαι
Μίσος

Κομματιασμένα δάχτυλα στο φως, ένας κλόουν μες στο σκοτάδι.
Γελάει, γνέφει ντροπαλός, πριν πνιγεί από ένα ζοφερό τεράστιο χάδι.
Στη σιωπή γυρνάς, δεν ξέρεις όσα ξέρουν.
Λύπη αναγγέλλουν
Φόβος

Η ώρα πέρασε ξανά, μια ανάσα σου σ’ αγκάλιασε, εξατμίστηκε.
Ένα άγγιγμα από μια σκιά, το πλήρωσες, στο δέρμα σου βυθίστηκε.
Τώρα ουρλιάζεις, ίσως, αν κι εφόσον σηκωνόσουν.
Να σε σκοτώσουν
Ανάγκη

Είδα παντού τη μίμηση, στις πόλεις των θεάτρων σας, σε σένα.
Έβριθε μέσα στην αντίσταση, δεν άφηνε χώρο δυστυχώς για μένα.
Μη με ξεχνάς. Γιατί; Δεν ξέρω το γιατί.
Βουβή φωνή.
Παραίτηση

Και κάπου εκεί ένοιωσα βροχή, μια απρόσμενη ακούσια κάθαρση.
Οι μανάδες σας κάλυψαν με στέγαστρο, να διατηρήσουν την παράσταση.
Κι ίδιος έμεινες, όσος απέμεινες, ίδιο σπέρμα.
Πλούσιο νέο αίμα
Γέννηση

Ένα παιδί μονάχο που κύματα μετρούσε, η θάλασσα φώναξε και έπνιξε.
Ποιος ο λόγος της συνήθειας; του φώναξε, την κοίταξε, το έφτυσε.
Πόσους θανάτους, πόσες κομμένες γλώσσες;
Άντεξες ατόφιες;
Άρνηση


Προχθές μύρισα γιασεμί, χωρίς να χω μυρίσει ή δει ποτέ μου γιασεμί.
Ένιωσα τη λέξη στο πρόσωπό σου, μια αυθόρμητη λέξη, ένα άτολμο φιλί.
Εδώ ανατριχιάζεις, μήπως κάπου βρήκες νόημα.
Καρδιάς το πόνημα;
Έρωτας

Κι όπως η νύχτα γεννά τη μέρα, το νεύρο και το άβολο γεννούν το δέσιμο.
Βαθύτερη η νύχτα πριν την αυγή, σύγκρουση που στις σχέσεις προσφέρει διέξοδο.
Με κοιτάς, τις λέξεις μου δεν ξέρω να κάνω πράξεις.
Θα προσπαθήσεις; θα με φτιάξεις;
Επαφή

Αυτός ο δρόμος, στο χέρι σου που απλώνεται, με χρόνου χιόνι έχει καλυφθεί.
Κι αυτός ο πόνος που σου εναντιώνεται με αλήθεια, θάρρος θα εξαγνιστεί.
Δε φοβάσαι πια, κρίνεις τώρα τον καθρέφτη.
Ψεύτη και φταίχτη
Ελευθερία

Μια τάφου πλάκα μαρμάρινη, βασταγμένη με σθένος, το τέλος σφραγίζει.
Πώς το ποίημα από γραπτό γίνεται πουλί κι όλο γυρίζει γυρίζει γυρίζει..
Θα το ξεθάψεις, χα τυμβωρύχος θα γίνεις.
Μα μην μην ξεμείνεις!
Ζωή

Αυτός ο δρόμος, στο χέρι σου που απλώνεται, με χρόνου χιόνι έχει καλυφθεί.
Κι αυτός ο πόνος που σου εναντιώνεται με αλήθεια, θάρρος θα εξαγνιστεί.
Δε φοβάσαι πια, κρίνεις τώρα τον καθρέφτη.
Ψεύτη και φταίχτη
Ελευθερία

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου