H επαρχεία φίλησε σταυρωτά το Δημήτρη, πριν πάρει το δρόμο του ταξιδιού. 4 χρόνια θα έλειπε μα θα γύριζε πίσω σοφότερος, λιγότερο παιδί περισσότερο άντρας.
Έφτασε στην πόλη. Συνάντησε εκεί πολλούς αθλητές, δεν εξηγούσε αλλιώς στο μυαλό του το ότι έτρεχαν συνεχώς. Τρόμαξε απ' το σκοτάδι κι έτρεξε να βρει το θείο του. Είχε συνηθίσει να λούζεται φως από τις καρδιές των γύρω του, μα τώρα αντίκριζε μόνο συννεφιά. Ο τελευταίος θα τον φιλοξενούσε.
Το επόμενο πρωί ξεκίνησε για το σπίτι των σοφών...
Μόνο που εκεί δεν βρήκε σοφούς, παρά μόνο μουγγούς. Τόσοι πολλοί μουγγοί, που φοβήθηκε μήπως ήταν κολλητικό και δεν μπορούσε πια να ψελλίσει ''καλημέρα''. Τον τρόμο του έσβησε μια φωνή ντυμένη στα κόκκινα που τον πλησίασε. Ο πρώτος του φίλος.. Μετά άλλος ένας στα μπλε, στα πράσινα .. Άρχισαν να του μιλούν ασταμάτητα και ένιωσε πάλι άνθρωπος. Όσο περνούσε όμως η ώρα , ένας άλλος φόβος του βγήκε αληθινός. Κάθε λέξη που ψέλλιζε του υποδείκνυε πως οι χρωματιστοί άνθρωποι ήταν κουφοί.. ''4 χρόνια με μουγγούς και κουφούς'' η κατάθλιψή του του ψιθύρισε στ΄αυτί.
Προσπάθησε να φανεί δυνατός. Είχε έρθει η ώρα να παρακολουθήσει το μάθημα των σοφών. Οι σοφοί όμως μιλούσαν ακατάπαυστα, δυσανάγνωστα εγκεφαλικά, και με πρωτοφανή αδιαφορία, γέννα μιας το δίχως άλλο αίσθησης υπερτερότητας. Για τους σοφούς οι άνθρωποι που τους παρακολουθούσαν ''χάνονταν'' μέσα στην έννοια του πλήθους. Οι σοφοί ήταν τυφλοί..
Γυρίζοντας στο σπίτι του θείου του ένα τεράστιο βάρος του άδειαζε τα πνευμόνια από αέρα. Μήπως ο ίδιος έφταιγε; Μήπως έκανε λάθη; Κι αναζητούσε τα λάθη του στις αλλαγές που έβλεπε πάνω του από τον εφηβικό του εαυτό. Τι είχε αλλάξει; Θυμήθηκε τότε πως είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να αφήσει πίσω του τα παιχνιδάκια και τους ρόλους που έπαιρνε στην εφηβεία του. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να είναι αληθινός. Δεν άντεχε πια τις κρίσεις συνειδήσεως που του προκαλούσε ο καταπiεσμένος του εαυτός...
Την επόμενη μέρα πήγε πάλι στο σπίτι των σοφών. Ετούτη τη φορά κοιτούσε μόνο ψηλά, σαν η μύτη του να 'ταν δεμένη στον ήλιο. 2-3 τον χαιρέτησαν μα δεν τους απάντησε. Κάποιοι χρωματιστοί άνθρωποι πήγαν να του μιλήσουν μα δεν τους άκουγε. Και οι σοφοί.. Οι σοφοί δεν ήταν ικανοί να γεμίσουν τη ματιά του και εισέπρατταν την αδιαφορία του..
Σε λίγο χρόνο έγινε δημοφιλής.
''Δεν κοροϊδεύω τον εαυτό μου, ίσως αυτό να ήμουν από καιρό, ένας σκληρός, και δεν το είχα καταλάβει'' έλεγε στον εαυτό του. Ο Γιάννης που στην εφηβεία του υποκρινόταν κάποιον άλλον για να έχει την αποδοχή ξέροντας όμως μέσα του το ποιος είναι και πληγωνόταν, είχε πια ωριμάσει. Όχι δε σταμάτησε να υποκρίνεται, απλώς τώρα συμφιλιώθηκε με την ιδέα..
Ο Γιάννης, ο Δημήτρης. ο Βασίλης...
Σελίδες να 'χουμε, ζωή να γράφουμε..
Στη μνήμη της Μαρίας
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου