Είναι αλλόκοτο αυτό το μεσημέρι
Η ζέστη παγώνει, ο ήλιος σκοτεινιάζει
Μόνο μια σιωπή φτάνει στα χείλη μου
Από εκείνες τις νωπές, που βράζουν το ξημέρωμα
Στις νοτισμένες αμμουδιές, στα βότσαλα τα ξέμπαρκα
Μόνο μια σιωπή στάζει απ’ τα χείλη μου
Και μου δίνει καταφύγιο, να φυλακίσω ένα φως
Που τρεμοπαίζει πάνω στο χαρτί και γίνεται λέξεις
Είναι το γέλιο σου, και η φυγή που δε μπορείς ν’ αντέξεις
Μόνο ένας ήχος φτάνει στ’ αυτιά μου
Είναι ο ψίθυρος από εκείνο το χάραμα το παγωμένο
Που έσπασε το βουβό κρεβάτι και ξέσπασε στο μαξιλάρι μου
Μόνο ένας ήχος μου θυμίζει ότι ζω
Είναι η ανάσα σου, που σε ρυθμό βηματισμού
Με κάνει πιόνι στην σκακιέρα σου την καρό
Και μ’ έναν ίλιγγο μεθυσμένο με στήνει στην άκρη του γκρεμού
Είναι αλλιώτικο αυτό το μεσημέρι
Δε μοιάζει με τ’ άλλα, ετούτο με ζαλίζει
Μόνο μια σκέψη με κερδίζει αληθινά
Είναι τα ταξίδια του νου στα βουνά τα ξέσκεπα
Που λεν’ ότι είναι τόσο ψηλά ν’ αγγίζουν τον Θεό
Μόνο μια σκέψη με τρομάζει αληθινά
Να μην ξυπνήσω μες στο χάραμα απότομα
Και δω τη μεγαλύτερη σκοτεινιά να με τυλίγει
Γιατί λεν’ ότι το πιο μεγάλο σκότος είναι πριν χαράξει
Μόνο μια μυρωδιά με μεθάει και μ’ ανεβάζει
Είναι το γιασεμί που σαπίζει σε γλάστρα απότιστη
Να μου θυμίζει όνειρα σ’ αποκλεισμένα ξερονήσια
Μόνο μια μυρωδιά μου τη σπάει και με τσαντίζει
Είναι της θάλασσας που μου θυμίζει ταξίδια μακρινά
Που ποτέ δεν έκανα και δε θα κάνω, γιατί είμαι εδώ
Να φυλακίζω σε κορμί αλλοπαρμένες σκέψεις που μου θυμίζουν πώς να ζω
Είναι θεότρελο αυτό το μεσημέρι
Σα λάβα καυτή, τρυπάει το μεδούλι
Και με γυρνάει πίσω, εκεί που συνάντησα τη ζωή
Να μου θυμίζει τα κακόκεφά μου απογεύματα
Τις ανασφάλειες τις ξέφραγες και τα όνειρα
Τα όνειρα τα ουτοπικά, τα ανεκπλήρωτα
Και στην άλλη γωνιά εσύ, σε μια καρέκλα
Να μου γελάς σαν καμβάς που τον ζωγράφισαν
Με άρωμα αστροφεγγιάς να τον κοιτούν μονάχα οι τυφλοί
Γιατί τα μάτια της καρδιάς –λεν’- είναι ακαταμάχητα
Σου δίνουν μιαν ανάστροφη και σε παν’ όπου θέλουν
Και ‘γω πώς να μιλήσω στον καμβά τον ποτισμένο
Με χίλια δυο χρώματα που ξεκολλάν’ απ’ το μυαλό μου
Και σε κάνουν έργο πανάκριβο, μοναδικό κι αξιοζήλευτο;
Έτσι σε φαντάστηκα και έτσι σ’ έζησα και θα σε ζήσω
Πανάκριβα! Μοναδικά! Αξιοζήλευτα!
Μα δε μ’ ακούς, το ξέρω! Δε μ’ ακούς! Αλλά δε με πειράζει
Θα κλείσεις τα μάτια σου και θα με δεις!
Ναι, καλύτερα έτσι! Κοίτα με!
Τα μάτια είναι λέν’ ο καθρέφτης της ψυχής
Μόνο που η δικιά μου ψυχή καθρεφτίζει τα δικά σου μάτια
Γι’ αυτό φαντάσου με, και μέσα στις ονειρώδεις φαντασίες σου
Θα βρεις και την ψυχή μου, να περιμένει με θέρμη
Την αγκάλη σου και τα φτερά της στερνής σου ζάλης
Θα ‘ρθω να σε βρω! Ένα τέτοιο μεσημέρι!
Θα ‘ρθω! Ένα αλλόκοτο, αλλιώτικο, θεότρελο μεσημέρι.
Στιχειό
Η ζέστη παγώνει, ο ήλιος σκοτεινιάζει
Μόνο μια σιωπή φτάνει στα χείλη μου
Από εκείνες τις νωπές, που βράζουν το ξημέρωμα
Στις νοτισμένες αμμουδιές, στα βότσαλα τα ξέμπαρκα
Μόνο μια σιωπή στάζει απ’ τα χείλη μου
Και μου δίνει καταφύγιο, να φυλακίσω ένα φως
Που τρεμοπαίζει πάνω στο χαρτί και γίνεται λέξεις
Είναι το γέλιο σου, και η φυγή που δε μπορείς ν’ αντέξεις
Μόνο ένας ήχος φτάνει στ’ αυτιά μου
Είναι ο ψίθυρος από εκείνο το χάραμα το παγωμένο
Που έσπασε το βουβό κρεβάτι και ξέσπασε στο μαξιλάρι μου
Μόνο ένας ήχος μου θυμίζει ότι ζω
Είναι η ανάσα σου, που σε ρυθμό βηματισμού
Με κάνει πιόνι στην σκακιέρα σου την καρό
Και μ’ έναν ίλιγγο μεθυσμένο με στήνει στην άκρη του γκρεμού
Είναι αλλιώτικο αυτό το μεσημέρι
Δε μοιάζει με τ’ άλλα, ετούτο με ζαλίζει
Μόνο μια σκέψη με κερδίζει αληθινά
Είναι τα ταξίδια του νου στα βουνά τα ξέσκεπα
Που λεν’ ότι είναι τόσο ψηλά ν’ αγγίζουν τον Θεό
Μόνο μια σκέψη με τρομάζει αληθινά
Να μην ξυπνήσω μες στο χάραμα απότομα
Και δω τη μεγαλύτερη σκοτεινιά να με τυλίγει
Γιατί λεν’ ότι το πιο μεγάλο σκότος είναι πριν χαράξει
Μόνο μια μυρωδιά με μεθάει και μ’ ανεβάζει
Είναι το γιασεμί που σαπίζει σε γλάστρα απότιστη
Να μου θυμίζει όνειρα σ’ αποκλεισμένα ξερονήσια
Μόνο μια μυρωδιά μου τη σπάει και με τσαντίζει
Είναι της θάλασσας που μου θυμίζει ταξίδια μακρινά
Που ποτέ δεν έκανα και δε θα κάνω, γιατί είμαι εδώ
Να φυλακίζω σε κορμί αλλοπαρμένες σκέψεις που μου θυμίζουν πώς να ζω
Είναι θεότρελο αυτό το μεσημέρι
Σα λάβα καυτή, τρυπάει το μεδούλι
Και με γυρνάει πίσω, εκεί που συνάντησα τη ζωή
Να μου θυμίζει τα κακόκεφά μου απογεύματα
Τις ανασφάλειες τις ξέφραγες και τα όνειρα
Τα όνειρα τα ουτοπικά, τα ανεκπλήρωτα
Και στην άλλη γωνιά εσύ, σε μια καρέκλα
Να μου γελάς σαν καμβάς που τον ζωγράφισαν
Με άρωμα αστροφεγγιάς να τον κοιτούν μονάχα οι τυφλοί
Γιατί τα μάτια της καρδιάς –λεν’- είναι ακαταμάχητα
Σου δίνουν μιαν ανάστροφη και σε παν’ όπου θέλουν
Και ‘γω πώς να μιλήσω στον καμβά τον ποτισμένο
Με χίλια δυο χρώματα που ξεκολλάν’ απ’ το μυαλό μου
Και σε κάνουν έργο πανάκριβο, μοναδικό κι αξιοζήλευτο;
Έτσι σε φαντάστηκα και έτσι σ’ έζησα και θα σε ζήσω
Πανάκριβα! Μοναδικά! Αξιοζήλευτα!
Μα δε μ’ ακούς, το ξέρω! Δε μ’ ακούς! Αλλά δε με πειράζει
Θα κλείσεις τα μάτια σου και θα με δεις!
Ναι, καλύτερα έτσι! Κοίτα με!
Τα μάτια είναι λέν’ ο καθρέφτης της ψυχής
Μόνο που η δικιά μου ψυχή καθρεφτίζει τα δικά σου μάτια
Γι’ αυτό φαντάσου με, και μέσα στις ονειρώδεις φαντασίες σου
Θα βρεις και την ψυχή μου, να περιμένει με θέρμη
Την αγκάλη σου και τα φτερά της στερνής σου ζάλης
Θα ‘ρθω να σε βρω! Ένα τέτοιο μεσημέρι!
Θα ‘ρθω! Ένα αλλόκοτο, αλλιώτικο, θεότρελο μεσημέρι.
Στιχειό
2 σχόλια :
Ωραίος ρε φίλε... Ρε μαν, σωστός... :P
Και όπως λέει και ένα βασικό στέλεχος εδώ μέσα "Το επίπεδο ανεβαίνει επικίνδυνα..."..!
TL;DR
Δημοσίευση σχολίου