Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Αμαξάρες

Παίρνω τα κλειδιά μου και φεύγω για τον καθιερωμένο νυχτερινό μου περίπατο.
Κάτω απ' το ζεστό κίτρινο φως των στύλων της ΔΕΗ εξερευνώ τις γειτονιές.
Μια ψυχική γαλήνη με διακατέχει η αλήθεια.
''Μπιπππ απ' το πεζοδρόμιο ρε μαλάκα''
μου κορνάρει ο ηγέτης, ο κατακτητής της ασφάλτου.
Ποια ψυχική γαλήνη λέω τώρα. Μου την πήρε και την έστειλε σ άλλους αστρικούς κόσμους.
Κοιτάω δεξιά μα δε διακρίνω πεζοδρόμιο.
Κοιτάω αριστερά και βλέπω ένα πεζοδρόμιο -ο Θεός να το κάνει-
στο μισό απ το οποίο να έχουν σκαρφαλώσει τα τετράτροχα μεταλλοκούτια.
Στο άλλο μισό δε που χει απομείνει να βλέπω παντού κουραδονάρκες.
Σκέφτομαι αδέσποτα, πολιτεία, πολεοδομία, ευθύνες και όλα τα συναφή. Μια σύγχυση γενικά επικρατεί.
Αλλά πιο πολύ σκέφτομαι εκείνον τον απρόσαρμοστο που με το κουκουτσόμυαλο που κουβουλάει νοιώθει ο βασιλιάς της πόλης σα μπαίνει στο μεταλλοκούτι του.
Ακόμα πιο πολύ σκέφτομαι ότι δεν είναι μόνος. Έχει και παρέα και μεγάλη παρέα μάλιστα. Δεν είναι η εξαίρεση στον κανόνα αλλά είναι ριζωμένη αντίληψη στα χαζοκέφαλα των πολλών.
Είμαστε παθούντες καταλήγω.

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Ο Θάνος Μικρούτσικος σε μια συζήτηση με το Λίβελο

[Το παρόν πρωτοδημοσιεύτηκε το 2009 στην εφημερίδα University Press από το συνεργάτη μας, Λίβελο.]

‘Είμαι από δεξιά!!!’ μια εκκωφαντική φωνή ήχησε σαν κόρνα στο αυτί μου και απέφυγα τη σύγκρουση με μια νταλίκα, μεσημεριάτικα Σάββατο του Σεπτέμβρη. Ο καυτός ήλιος και το μποτιλιάρισμα της Ούλοφ Πάλμε με οδηγούσαν όχι προς το σπίτι του Θάνου Μικρούτσικου αλλά προς το ψυχιατρείο.. Το εκλογικευμένο παραλήρημα της αθηναϊκής ζωής σταμάτησε 3 τετράγωνα ακριβώς πριν από το σπίτι του Κ. Θάνου. Ήταν όλο τόσο ήσυχα, ήρεμα και με μια γεύση απομόνωσης που θα νόμιζε κανείς πως επρόκειτο για άλλη πόλη.. Ειλικρινά άκουγες μέχρι και το θρόισμα των δέντρων για να γίνω και λίγο ποιητικός. Αφού λέω ‘τώρα θα χτυπήσει η καμπάνα, θα βγούνε 2 καουμπόηδες, θα φτύσουν και θα αρχίσουν να πυροβολούν..!!’. Αρκετά όμως με την εισαγωγή, πάμε στo διαταύτα:

Θάνος Μικρούτσικος : Όταν ο Θεοδωράκης έβγαλε το ‘Άξιον εστίν’ δήλωσε πως πέτυχε τη μεταφορά της ποίησης του Ελύτη στο λαό. Και του έγραψα τότε τις ενστάσεις μου –‘Αυτό το σπουδαίο έργο δηλαδή, ήταν ένας ‘μεταφορέα ποίησης’;’-. Όχι! Εγώ ακούγοντας το δίσκο είδα χίλια πράγματα διαφορετικά από ότι τα έβλεπα στον Ελύτη. Πρέπει να καταλάβετε ότι δεν είναι το κείμενο το κρασί που θα μπει μέσα σε ένα ποτήρι.. Η μουσική για μένα δεν είναι υποκρουσιακή. Γι αυτό και πρέπει αν κάποιοι στίχοι σημαίνουν κάτι πριν τη μελοποίηση τους να σημαίνουν κάτι άλλο μετά.

Λίβελος: Αυτό το έχετε πει στους στιχουργούς με τους οποίους συνεργάζεστε; Δεν νοιώθουν πως αλλοτριώνεται το έργο τους; Γιατί είναι διαφορετικό να προσθέτετε στοιχεία και διαφορετικό να μετατρέπεται ολόκληρο το νόημα.

Θ.Μ. : Ναι, και πολλοί μάλιστα επικροτούν τη στάση μου αυτή. Φυσικά και εννοώ πως αν πριν σήμαινε ένα κείμενο ΑΒΓ τώρα να σημαίνει ΑΒΓΔΖΗ.. Ή ακόμα και τα ΑΒΓ να εννοούνται διαφορετικά. Αν ήταν η μουσική απλά υποκορουσιακή θα κρατούσαμε μια φόρμα από το 1300 και δεν θα προσπαθούσαμε να την αλλάζουμε κάθε τόσο. Γιατί φτάσαμε σήμερα στην εποχή που ο κάθε συνθέτης αναζητεί τη δικιά του φόρμα για την πάρτη του. Ξέρεις τι μεγάλο ρίσκο είναι να προσπαθήσεις να βρεις τη δικιά σου φόρμα; Να ανοίξεις μια άτυπη κόντρα στο μυαλό του ακροατή ανάμεσα στο νέο που του προσφέρεις και σε ακούσματα χρόνων που έχουν εγχαραχτεί στη μνήμη του; Η επικρατούσα φόρμα είναι πάντα η κοινωνική εμπειρία αποκρυσταλλωμένη. Η κοινωνία δεν δύναται να παραμείνει αμετάβλητη και ως εκ τούτου μεταβάλλονται και οι μουσικές φόρμες. Από το 45' και μετά και λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης και λόγω κυρίως της τεράστιας αλλαγής λόγω της φόρτωσης του κλίματος που επέφεραν οι τόσοι θάνατοι, οι κοινωνικές μεταβολές όπως και οι μουσικές ήταν συνεχές φαινόμενο. Αν δεν αλλάξουν τα πράγματα κοινωνικά δε θα αλλάξει και η φόρμα. Οι κοινωνικές επαναστάσεις συνοδεύονται από τις καλλιτεχνικές.

Λ. : Πιστεύετε πως όταν ένας καλλιτέχνης θέλει να φέρει κάτι το δικό του, το καινούριο στο στερέωμα, λόγω του πολέμου που δέχεται στην προσπάθεια του αυτή, ταμπουρώνεται τόσο στην προοδευτική ιδεολογία του για να αμυνθεί που όταν πια καταφέρει να εγκαθιδρύσει την ‘κυριαρχία του’ γίνεται συντηρητικός; Δηλαδή, μετά τη μεταπολίτευση τα μουσικά δρώμενα στην Ελλάδα, όπου, τότε κυριαρχούσε το πολιτικό τραγούδι, τα αλλάξατε εσείς και ο Παύλος ο Σιδηρόπουλος που έφερε το ροκ στην Ελλάδα. Το ροκ δέχθηκε μεγάλο πόλεμο και όταν αργότερα απολάμβανε τις μέρες της δόξας του άνοιξε αντίστοιχο πόλεμο στο νέο, στο ραπ που έκανε την εμφάνισή του με τον BD foxmoor στην Ελλάδα.

Θ.Μ. : Αυτό είναι αλήθεια. Και κυρίως λόγω της κοινωνικής καταξίωσης που αργότερα απολαμβάνουν. Δηλαδή, ίδιος είναι ο Mcartney των Beatles με τον Mcartney των 2 δισεκατομμυρίων ευρώ; Αυτό το βλέπουμε πολύ συχνά και είναι πιστεύω και ο φόβος όλων των καλλιτεχνών. Εγώ στα 62 μου χρόνια και έχοντας κάνει λεφτά από τα 50 μου πιστεύω βρίσκομαι στην κατηγορία όπου μία πέφτω μία σηκώνομαι (όχι χρηματικά). Έχω κάνει αγώνες για να μην συντηρικοποιηθώ χοντρά. Η μάχη είναι συνεχής και δύσκολη για να μην αλλοτρειωθείς. Είναι σαν ένα σχοινοβάτη που ισορροπεί πάνω στο τεντωμένο σχοινί της αυτογνωσίας, μόνο που κάποιοι πέφτουν και μένουν για πάντα εκεί στην αλλοτρίωση. Και επειδή ο άνθρωπος κρίνεται και από τα Ναι του και κυρίως από τα Όχι του, εγώ έχω πει πάρα πολλά Όχι.
Η δεύτερη παρατήρηση που θέλω να κάνω αφορά την αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στον καλλιτέχνη και του ίδιου του έργου τέχνης του. Δηλαδή υπάρχουν αξιόλογοι καλλιτέχνες με έργα που εμπεριέχουν ανατρεπτικά στοιχεία που παρόλα αυτά ήταν συντηρητικοί και εξουσιαστές. Ο Straous, o Σεφέρης πρεσβευτής της χειρότερης περιόδου του Καραμανλή , ο Έζρα Πάουντ υποστηρικτής του Μουσολίνι κ.α. Και όμως ο Σεφέρης έχει εκφράσει μια ελληνική πραγματικότητα σε πολύ υψηλό επίπεδο. Τώρα αν με ρωτήσεις εγώ προτιμώ τον καλλιτέχνη που είναι βαθύτατα ανθρωπιστής. Ρίτσος, με μεγάλα έργα… σοβαρός, αγωνιστής..

Λ. : Πολλοί καλλιτέχνες αν και προοδευτικοί στην κοινωνική ζωή τους δύναται να είναι φασίστες στην προσωπική. Δηλαδή στη συμπεριφορά τους. Όπως πχ ο Καζατζάκης. Εμένα από την άλλη δε με ενδιαφέρει η προσωπική ζωή ενός καλλιτέχνη και πιστεύω πως πολλοί καλλιτέχνες φέρονται άσχημα και λόγω μια άμυνας που έχουν αναπτύξει ακριβώς επειδή δεν μπορούνε να επικοινωνήσουν με τους γύρω τους. Eπικοινωνούν μόνο μέσα από τα έργα τους. Μια άλλη παρατήρηση μου είναι πως ενώ έχετε γράψει 3 βιβλία και είστε ένας άνθρωπος που ‘καίγεστε’ με την καλή έννοια δεν έχετε γράψει στοίχους ούτε για ένα κομμάτι. Ακόμα και ο Παπακωνσταντίνου που είναι καθαρά ερμηνευτής έχει γράψει στοίχους. Δεν νοιώσατε ποτέ αυτή την ανάγκη;

Θ.Μ. : Συνεργάστηκα με πολύ αξιόλογους ανθρώπους, που ειλικρινά με κάλυπταν. Κάλυπταν την ανάγκη μου για εξωτερίκευση μέσα από την πένα τους. Εξάλλου εγώ δεν είμαι τραγουδοποιός. Μόνο συνθέτω και ενίοτε τραγουδάω, όποτε κρίνω πως η ερμηνευτική διάσταση του κομματιού το απαιτεί. Όταν ο τρόπος ερμηνείας είναι προέκταση του παιξίματος του πιάνου.

Λ. : Καλά εσείς δεν τραγουδάτε, δίνετε παράσταση..! Και βλέποντας αυτή την υποκριτική ικανότητα που φανερώνετε κάθε φορά που τραγουδάτε δεν μπορώ να μη ρωτήσω : ‘ τι σημαίνει για εσάς η έννοια της τέχνης; Είναι όπως έλεγε ο Σταντάλ ένας καθρέφτης που περιφέρεται στο κέντρο ενός χωριού και φανερώνει κάθε άσχημη η όμορφη πτυχή της πραγματικότητας; Ποια είναι αυτή η δραματική συγκυρία που έχετε δηλώσει επανειλημμένως πως κυνηγάτε;

Θ.Μ. : Μεγάλωσα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Όπως σου πα και πριν η κάθε εποχή έχει τη φόρμα (μουσική) που την εκφράζει. Κάθε εποχή έχει αρκετές δραματικές συγκυρίες που είναι αυτές που στο μέλλον θα φανερώνουν το ποια ήταν η εποχή μας. Τώρα, ξεκινάμε από το νατουραλισμό και φτάνουμε σε αυτό που έλεγε ο Μαγιακόφσκι και το 'εχω και ως προμετωπίδα στο 'βιβλίο της ζωής μου' :’ η τέχνη δεν πρέπει να αντανακλά, μα σαν φακός να μεγεθύνει’. Στο τι είναι τέχνη , μπορείς να φανταστείς κάθε έργο σαν μια πύρινη μπάλα που περιφέρεται στον άξονα του χρόνου και περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της. Δεν αλλάζει το έργο παρά μόνο ο παρατηρητής και αυτός βλέπει κάθε φορά ένα διαφορετικό κομμάτι του έργου, που είναι στην ουσία πολυεπίπεδο. Δηλαδή κάθε νέος παρατηρητής βλέπει ένα νέο στοιχείο του έργου που εκ των πραγμάτων και λόγο εποχής είχε ο προγενέστερος του χάσει.

Λ. : Εγώ πιστεύω πως ανεξάρτητα με την εποχή ο κάθε άνθρωπος έχει μέσα του παρόμοιες αναζητήσεις και συναισθήματα τα οποία απλά ταυτοποιεί διαφορετικά ανάλογα με τα κοινωνικά ερείσματα που έχει. Δηλαδή ένα απλό συναίσθημα είναι ο εγωισμός. Κάποιος το 500 π.Χ. θα επέλεγε να ταΐσει τον εγωισμό του με εξουσία, σήμερα με χρήμα, αλλά και οι 2 το ίδιο πράγμα ταΐζουν. Έτσι και με όλα τα συναισθήματα και την έκφραση τους, δηλαδή δεν ανακαλύπτονται νέες πτυχές του έργου στο πέρασμα του χρόνου, απλά ταυτοποιούνται διαφορετικά από τον δέκτη. Γιατί ασχέτως με το τι θέλει να πει ο καλλιτέχνης , σημαντικό είναι το τι λαμβάνει ο δέκτης, καθώς για μένα καθένας γίνεται ένας μικρός καλλιτέχνης όταν ασχολείται με κάποιο έργο. Το αποδομεί και το επαναδομεί.

Θ.Μ. : θα προτιμούσα το πιο σύνθετο μοντέλο όπου και αλλάζει ο τρόπος λήψης του παρατηρητή και ταυτόχρονα περιστρέφεται η σφαίρα και φανερώνει νέα στοιχεία. Και συμφωνώ ως προς τη διεργασία ανάγνωσης ενός έργου τέχνης. Πρέπει ο αναγνώστης να αφιερώνει αντίστοιχη διαδικασία με τον καλλιτέχνη για να κατανοήσει όλες τις πτυχές ενός έργου του. Και στη σημερινή εποχή δε γίνεται αυτό. Δώσε σε ένα φίλο σου να διαβάσει Ρεμπώ σε μια καφετέρια να δούμε τι θα καταλάβει. Το διαδίκτυο έχει κάνει μόδα την επιδερμική ανάγνωση αλλά και την απρόσωπη επαφή, με συνέπεια τη μηδενική επικοινωνία. Το 70 μαζευόντουσαν παρέες και συζητούσαν για το Σταυρό του Νότου. Σήμερα δε θα το δεις αυτό.

Λ. : Αυτό γίνεται και σήμερα.. Ο συνδυασμός της διαδικασίας σκέψης του γραπτού λόγου με την αμεσότητα του προφορικού κάνει το διαδίκτυο βασικό φορέα βαθυστόχαστων συζητήσεων. Με το Σταύρο (ο γοητευτικός συνεργάτης) έχουμε κάνει μεγάλες συζητήσεις μέσω msn για έργα σας. Μιας και είπατε Καββαδία.. ο θείος μου έλεγε πάντα πως τα μαθηματικά έχουν προχωρήσει πολύ περισσότερο από όλες τα άλλες επιστήμες επειδή χρειάζονται μόνο μια κόλλα χαρτί. Πολλές εξισώσεις περίμεναν για χρόνια στα κιτάπια βιβλιοθηκών και εργαστηρίων μέχρι να βρουν τη φυσική εφαρμογή τους. Πιστεύετε πως κάτι το αντίστοιχο συμβαίνει και με τη μουσική και τη στιχουργική; Θέλω να πω πέρασαν 50 χρόνια από τη συγγραφή της καβαδιακής ποίησης ως τη μελοποίηση της.

Θ.M. : Εγώ δε θα επέμενα σε μια τέτοια αναλογία. Απαντώντας και στον θείο σου, η φυσική έχει σήμερα προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό εξίσου σε χαρτιά. Αυτό που μου λες στέκεται πάνω σε όσα σου εξήγησα για τη φόρμα της κάθε εποχής και τα νέα στοιχεία που αντιλαμβάνεται ο δέκτης ανάλογα με την εποχή του. Έτσι και βάζοντας μουσική σε ένα πολυεπίπεδο κείμενο του παρελθόντος, το φέρνεις στην εποχή σου όπου η ανάγνωσή του διαφέρει και λόγω εποχής και λόγω των νέων στοιχείων που εσύ του προσέδωσες. Και μιας και μιλάμε για την επιτομή του έργου μου, τον Καββαδία, τι λέει σήμερα η ανάγνωση του Καββαδία; ‘Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία’ , κυνήγησε το αδύνατο. Ξεπέρασε τις καταγεγραμμένες σου δυνατότητες… αυτό που έχει σημασία να ζούμε είναι να ξεπερνάμε τις ικανότητες μας, να κυνηγάμε το αδύνατο… Ιδεολογικό σημείο που αφορά την κάθε νέα γενιά… Και για αυτό αγαπήθηκε και χιλιοακούστηκε και υπερκέρασε τις κριτικές που μιλούσαν για μελοποίηση ενός ημερολογιακού ποιητή.


Λ. : Αυτό για μένα φανερώνει πως χρειάζεται το ένστικτο και όχι το γνωστικό υπόβαθρο, η ακριβής αφιέρωση αντίστοιχης διαδικασίας με της δημιουργίας, για να κατανοήσεις ένα έργο τέχνης, αν και ξέρω πως διαφωνείτε (‘’τι πώς το ξέρω αναγνώστη, μου το είπε, αλλά δεν μπορώ να βάλω συζήτηση 2 ωρών εδώ μέσα..!!’’). Ο Καββαδίας λοιπόν και η προτροπή του για το αδύνατο, η προτροπή του για ελευθερία.. Σας ευχαριστώ πολύ.



Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Μια υγιής σχιζοφρένεια



Εαυτέ ένεκεν η ώρα ετούτη
που για λίγο το κούφιο μου Εγώ θα σε αποχωριστεί
Σα να σαι άλλος δυο λόγια θα σου πω
Κάθισε μαζί μας για λίγο στο τραπέζι
Κοίτα γύρω σου, είναι οι πτυχές σου σε πρόσωπα πλασμένες
Μη σκιάζεσαι ποιοι είναι όλοι αυτοί
Με το κύλημα του χρόνου καμπόσους θα γνωρίσεις

Πολλάκις Εαυτέ δεν έπραξες ορθά
μα με δυο λόγια μάταια και παραπλανητικά τη Συνείδηση μου ξεγελάς
Νοιώθεις τότε ευφορία μα είναι πλάνη η αγκαλιά
Κοίταξε την στα δεξιά
Πλέον πονηρεμένη στο ‘’εδώλιο σε στήνει’’ και περιτράνως πια σου λέει
-‘’Τόση η γνώση για το Εγώ σου
-όση και η γνώση του ψαριού για το δικό του σπίτι, τον Ωκεανό’’

-Για τιμωρία στο Ήθος εσπευσμένα κάνει λόγο
Τι έγινε Εαυτέ ;
Σε βλέπω αγχωμένο, νευρικό, δε θες μάλλον συναναστροφές
Μα αντίκρυ σου το Τέρας βλέπεις να μας χαιρετάει
Λοιπόν πως θα αμυνθείς σ αυτό;
Ή μήπως η παρουσία του σε κολακεύει ;

Θέλω πολλούς να σου συστήσω Εαυτέ
Κοίτα παράμερα αυτούς τους δύο
Η μία άσημος , είναι η Απλότις
Δεν αρέσκεται σε στοχασμούς και σκέψεις
Λίγο πιο δίπλα μία λόγιος, η Σύνθεσις
σε έναν αγώνα διαρκή άξια να φανεί

-‘’Μη σκοτίζεσαι κάποια να διαλέξεις και μη φοβάσαι πως έχθρα μεγάλη έχουν’’
-‘’Όλοι είναι αδέρφια, όλοι κατιτίς συνεισφέρουν’’
-Λόγια καθησυχαστικά άκουσε ο Εαυτός
Τι σου ψιθύρισε η Ισορροπία τον ερωτώ
‘’Τίποτα’’ μου απάντησε για να συνεχίσω τον ειρμό

-Μια βροντερή φωνή ξεπήδησε τότε μέσα από τον όχλο
-‘’Ειι..!! Για πάλι έξω το βαλες ; ‘’
Λίγοι να ξέρεις την πόρτα εκεί μπορούν να τη διαβούν
και ο Καθρέφτης έχει το χάρισμα αυτό
Εύκολα δε γελιέται και την εικόνα μας σε τρίτους με καμάρι διηγιέται 

-Σαν την πόρτα κλείνει το κλίμα γίνεται βαρύ και η ατμόσφαιρα αποπνικτική
-‘’Είμαστε φυλακισμένοι σε δαύτο το μπουντρούμι;’’
-‘’Και τι θα απογίνουμε;’’
Ερωτήματα αμέτρητα σε κατακλύζουν Εαυτέ
-Είναι εκείνη η στιγμή που το δάπεδο τραντάζεται, τα κρασιά ευθύς στο τραπέζι χύνονται
-τα φώτα τρεμοσβήνουν και τα φωτιστικά μοιάζουν σαν εκκρεμές που ταλάντωση εκτελεί
-Ρυάκια, απέραντες πράσινες εκτάσεις, καταγάλανος ουρανός και δυο πελώρια βουνά σα να μας προστατεύουν συνθέτουν πλέον το τοπίο
-‘’Σας αρέσει εδώ ή αλλού να πάμε;’’ ρώτησαν στο τραπέζι το Όνειρο και η Ελπίς

-Νοιώθεις πλέον δυνατός και την πλάτη σου δείχνεις επιδεικτικά σε κάθε πρόσωπο μουντό
-Τη Στεναχώρια λες δε μπορεί τη διώχνω πέρα μακριά
Μα μήπως είσαι αγενής και αυτό σου επιστραφεί ;

Σου μιλώ, δε με κοιτάς . Ποια παρουσία την προσοχή σου αποσπά ;
-‘’Αυτή εκεί! Είναι τόσο φλογερή, σα να αναβλύζει από μέσα της αέναη ζωηράδα’’
Είναι η Ανησυχία Εαυτέ και οι σκέψεις της κοχλάζουν
σαν την καυτή τη λάβα μέσα στον κρατήρα πριν να εκραγεί
Μα η πιο βαθιά η σκέψη της
μήπως είναι τελικά έρμαιο της Νιότης
και έτσι μια μέρα μας αφήσει και τη θέση της στην Απάθεια παραχωρήσει

Θέλω πολλούς να σου συστήσω Εαυτέ
Λίγη είναι όμως η άμμος που στην κλεψύδρα έχει απομείνει
Κλείνοντας μονάχα να σου πω
πως με άγνωστα πρόσωπα θα βρεθείς και με άλλα γνώριμα θα λυθείς
Εσύ είσαι όμως ο εκλεκτός, ο πρεσβευτής αυτών και Εγώ απλώς το αποτύπωμα σου
Σαν Ένα πριν γίνουμε πάλι Εαυτέ ας ξέρεις …
Με μια παρουσία ποτέ δε θα ειδωθείς αλλά απουσία μην την πεις
Αυτά σα σου είπα προσμένω από σένανε καρτερικά
τους συνοδοιπόρους σου να δω σα μαζί θα ταξιδέψετε, μαζί θα περιπλανηθείτε
στην ατέρμονη αναζήτηση της μίας, της μοναδικής Αλήθειας

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Άλλο ένα λάθος





Άλλο ένα λάθος, στον ενθουσιασμό μου το έταξα
το χάδι που με κοίμιζε από πείσμα το πέταξα

Άλλο ένα λάθος, παλιό μου απόκομμα που ξέθαψα
την αγάπη που με ζέσταινε στην πυρά μου την έκαψα

Άλλο ένα λάθος, αφού καιρό τώρα δεν έψαχνα
με έχανα το παραδέχομαι, γι αυτό κι ούτε σε ξέχασα    

Άλλο ένα λάθος που σαν φόρεμα, μου ταίριαξα.



                             Πριν να γυρίσω από ψηλά για να σας συναντήσω                             
είχα στο νου μου τόσα ωραία 
κι εσείς φαινόσασταν τόσο μικροί     
δε φαντάστηκα ποτέ πως θα 'ταν να κάνω πίσω
πόσο αταίριαστοι είναι οι κόσμοι και ανυπότακτοι οι καιροί.
Μέσα τους όμως βρίσκεσαι, σ' αυτούς οφείλεσαι
δε φτάνει να κοιτάς, να ξεφυσάς και να οδύρεσαι
κάνε τους κόμπους σου τριχιά με μεράκι
σύρε το φόρτο σου στο δρόμο σου
στην αφεντιά σου να αράζει 
φτιάξε δικό της παγκάκι.

Διαμαρτύρεται όποιος χειραγωγείται
ο οποίος ενδιαφέρεται μόνο όταν αδικείται
να 'ξερα που τριγυρνάς όταν κοιμάσαι
τον φοβισμένο να βοηθάς και να φοβάσαι 

Η ανεπάρκεια που βλέπεις τριγύρω σου 
κρύβεται μέσα σου
ό,τι αλλάζει, στο βλέμμα σου
όλα τα στάσιμα, στα όλο και λιγότερα ρέστα σου

Καρφώθηκες σε μια βιτρίνα
χωλαίνεις κάτω απ' την απρόσωπη μπέρτα σου
πιες σε σκόνη γάλα
κρύψου κάτω απ' την κουβέρτα σου

Έχω πολλές ερμηνείες να σου δώσω
όχι για να σε πείσω
για να 'χεις ερεθίσματα να ασχολείσαι
να σε κεντρίσω πριν σε αφήσω

Δεν έχω αντοχή ούτε ανέχεια
τα αφήνω όλα στη μέση
για να έχουν συνέχεια

Δημιουργώντας αντιφάσεις
για την αντίληψη της φάσης
μέχρι που άραγε μπορείς να φτάσεις?

Το φτάνω στα άκρα
να δω αν αντέχει
και πόσο απ' αυτό που θέλω απέχει

-Κι άμα σπάσει;

-Μάθε πως να ζεις και χώρια
μάθε ό,τι καταστρέφεις, πώς μπορεί να φτιαχτεί
κάνε το λάθος και μάθε τα όρια


Παίζω τη μουσική μου στο αθόρυβο
κι όμως, άκου θόρυβο!
Το μάτι μου είναι αιμοβόρικο
κρατάω στουπί και βορικό οξύ
κι έχω ψύλλου πήδημα για κάθε εμπόδιο

Είμαι πουλί πάνω απ του κόσμου τη βοή
και ερπετό στου κάτω κόσμου την αυλή
είμαι η φωνή που της αρέσει να οδηγεί

και σε χρειάζεται για να υψωθεί


Μόνος φίλος μου το διάβασμα
αδιάβαστος κι αν είμαι
Μη διαμαρτύρεσαι και τα σκατά καλά είναι
από μέσα σου βγαίνουν κι αυτά - ψυχαναγκαστικοί συνειρμοί αγνοούνται
όλα τα αθάνατα από μέσα σου γεννιούνται

-Το κατάλαβες εδώ το λάθος;
-Όχι, ποιο είναι;

-Δεν θυμάμαι

-Δεν πειράζει! 
Αλλάζει το ύφος μου κινείται
οπότε άστο να αιωρείται.

-Τι μας διαχωρίζει τελικά; Τι μας σπρώχνει μακριά;
Εγώ ένα σπίρτο και εσύ νταλίκα μπαρούτι
Πως να μη γίνει το Μπαμ;
-Το ακούς το ούτι;
-Μη γυρίσεις!
Χαμένοι στις οστικές δονήσεις
δοσμένοι στις αστρικές παρεμβολές
ταγμένοι στις αστικές περιπλανήσεις
ξεχνάω το στρες
αφού πάντα δίνω πληρωμένες απαντήσεις
εκτός από μερικές φορές. 

Άλλο ένα λάθος, στον ενθουσιασμό μου το έταξα
το χάδι που με κοίμιζε από πείσμα το πέταξα
Άλλο ένα λάθος, παλιό μου απόκομμα που ξέθαψα
την αγάπη που με ζέσταινε στην πυρά μου την έκαψα
Άλλο ένα λάθος, αφού καιρό τώρα δεν έψαχνα

με έχανα το παραδέχομαι

γι αυτό κι ούτε σε ξέχασα    
      
Άλλο ένα λάθος που σαν φόρεμα, μου ταίριαξα..

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Ενός λεπτού σιγή

 Ενός λεπτού σιγή
 για την αναβολή
 φιλιών, ερωτικών πράξεων, συζητήσεων.
 

 Ενός λεπτού σιγή
 για τους αθώους
 που μαστιγώθηκαν και τελικά υπέκυψαν
 στους πολύ προσωπικούς τους φόβους.
 

 Ενός λεπτού σιγή
 για τους ονειροπόλους
 που ενθουσιάστηκαν τοσο πολύ στη ιδέα
 ώσπου το γεγονός τους προσπέρασε επιδεικτικά,
 υπενθυμίζοντας τους πόσο βάρβαρο είναι να ζείς με ελπίδα.
 

 Ενός λεπτού σιγή
 για τα εσωστρεφή κορμιά
 που πλέον είναι ανίκανα να δεχτούν ερεθίσματα
 και ειναι καταδικασμένα στην λήθη.
 

 Ενός λεπτού σιγή
 για το σήμερα
 του οποίου οι παρορμήσεις και επιθυμίες μας
 γίνανε στίχοι ενός ακόμα θλιμμένου ποιήματος.
 

 Ενός λεπτού σιγή
 για την τρελή αυταπάτη μου.
 Η ασημένια λάμψη που κάποτε είδα στην ήρεμη θάλασσα,
 δεν ήταν μαργαριτάρια του βυθού
 παρα μόνο η αντανάκλαση μιας ακόμα μίζερης πανσελήνου.

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Ο μύθος της Αριάδνης




Ο Φώτης ζούσε στην Αθήνα τα εννιά τελευταία χρόνια. Αρχικά ως φοιτητής και στη συνέχεια, μη θέλοντας να γυρίσει Άρτα στον πατέρα του, ως υπάλληλος σε μια διαφημιστική εταιρία.
Τα χρήματα ήταν καλά για να μπορεί να ζήσει όπως ήθελε, αλλά ένιωθε πως η δουλειά εκεί του ρουφούσε την ανάγκη του για δημιουργικότητα. Ένιωθε πως έχανε τα καλύτερά του χρόνια, σε μια ζωή που δεν του άρεσε, τον έπνιγε, σπαταλούσε τις δυνατότητές του. Και είχε επίγνωση πως οι δυνατότητές του αυτές δε θα ταν αιώνιες. Είχε επίγνωση της γήρανσης, των μικρών θανάτων κομματιών του εαυτού του, είτε εξωτερικών όπως τα χαρακτηριστικά του και η δύναμή του, είτε εσωτερικών, όπως των δεξιοτήτων του, της δύναμης της σκέψης του, ακόμα και της συναισθηματικής αντοχής του, στην πορεία προς τον ολοκληρωτικό θάνατο.

Η μητέρα του είχε πεθάνει στη γέννα. Μεγάλωσε μόνος με τον πατέρα του στην Άρτα. Ο πατέρας του ήταν τώρα 49 χρονών. Οι φοβίες του Φώτη, μέρα με τη μέρα εντείνονταν. Ένιωθε να χει δεχτεί ένα δώρο, αυτό της ζωής, του οποίου την αξία και χρησιμότητα δεν ήξερε, παρά μόνο όταν την έχανε. Και όσο μικρά κομμάτια της ζωής του φεύγαν ανεπιστρεπτί και τότε μόνο καταλάβαινε πως θα θελε να τα χει αξιοποιήσει, του γεννιόταν η επίγνωση πως έτσι θα κυλούσαν όλα μέχρι το θάνατό του. Ποτέ ο χρόνος του δε θα ταν αρκετός. Πάντα θα ήταν στο σωστό σημείο για να σχεδιάσει ή για να αναπολήσει αλλά ποτέ για να ζήσει.

Γνώρισε τότε την Αριάδνη. Χωρίς να ξέρει πολλά για αυτήν την ερωτεύτηκε γρήγορα. Καστανή, με μακριά κυματιστά μαλλιά, γαλάζια μάτια κι ένα μεγάλο μελαγχολικό χαμόγελο που ρουφούσε τη μελαγχολία του Φώτη και του δινε για πρώτη φορά ελπίδα και νόημα. Ένιωθε πρώτη φορά στη ζωή του, παρών.
Δε χρειάστηκαν πολλά, μέχρι να πάρει την απόφαση να την ακολουθήσει στο χωριό της. Η Αριάδνη είχε έρθει μόνο για 6 μήνες Αθήνα για ένα σεμινάριο και έπρεπε να επιστρέψει στο χωριό της όπου ζούσε με τον αδερφό της. Ο Φώτης ζύγισε τις επιλογές του, είχε από τη μία το γνώριμο έδαφος τη άκαρπης γνώσης και σχεδιασμού του κάθε κομματιού μιας ζωής που ποτέ δε θα τον άφηνε να την αγγίξει ολοκληρωτικά και από την άλλη το άγνωστο, λυτρωτικό και απελευθερωτικό χαμόγελο της Αριάδνης που ερχόταν σε σύγκρουση με κάθε συνειδητή του σκέψη και λογική, αλλά σε πλήρη αρμονία με τις ενστικτώδεις επιθυμίες του.

Πήρε τηλέφωνο τον πατέρα του να του πει τα ευχάριστα, αλλά δεν τον βρήκε. Μετά από 2 μέρες έφτασαν στο χωριό της Αριάδνης. Διέσχισαν την κοιλάδα ανάμεσα σε 2 δυσθεώρητα βουνά, με μια μουντή ομίχλη να σκεπάζει τον ουρανό τους και ήχους από ρυάκια και πηγές να συνοδεύουν το ταξίδι τους. Η κοιλάδα στένευε όσο ανέβαιναν ενώ εν τέλει πέρασαν πάνω από έναν λοφίσκο. Το χωριό ήταν ένα πράσινο λεκανοπέδιο ανάμεσα στα δυο βουνά, που έσμιγαν τα τέλη τους, και του λοφίσκου. Όπου και να κοιτούσε γύρω του έβλεπε πελώρια δέντρα, πολύ πράσινο πάνω στα βουνά και μια ελαφριά απόχρωση του γκρι της ομίχλης να καθορίζει την οπτική των πραγμάτων. Παντού είχε υγρασία, αλλά όχι αυτή την αρρωστημένη υγρασία της πόλης, μα μια υγρασία ζωής, γεννημένη από πηγές, ρυάκια και ένα ελαφρύ ψιλοβρόχι που ερχόταν κι έφευγε περιοδικά. Το χωριό αυτό του δίνε την αίσθηση της ηρεμίας του θανάτου.
Ποιος να το περίμενε ότι θα χρωμάτιζε με τόση ζωή το θάνατο στο μυαλό του;

Οι κάτοικοι του χωριού τον κοιτούσαν καχύποπτα, πράγμα που του φαινόταν φυσιολογικό, μιας και φάνταζαν πλήρως αποκομμένοι από τον πολιτισμό και η ίδια η δομή του χωριού τους ήταν σαν φυσικό φρούριο που απαγόρευε σε μη μυημένους να εισβάλλουν. Στο σπίτι ο αδερφός της Αριάδνης, καθάριζε το τόξο του, το οποίο όπως είπε χρησιμοποιούσε για κυνήγι, μιας και δεν του άρεσαν οι σύγχρονες μέθοδοι κυνηγιού. Ο Θεοδόσιος ήταν νέος 30 χρονών, λίγο κοντύτερος του Φώτη, με ίδιο χρώμα μαλλιών και ματιών. Το βράδυ που μείνανε οι δυο τους να συζητήσουν, όταν έφυγε η αρχική τρεμούρα της πρώτης γνωριμίας, ο Φώτης διέκρινε στο Θεοδόσιο πολλά δικά του στοιχεία. Ένιωσε να καθρευτίζεται σε έναν άνθρωπο που δεν είχαν κανένα κοινό σημείο επαφής και αυτό τον ξένισε. Πόσο γνώριζε τελικά τον εαυτό του;

Το βράδυ στο σπίτι δεν μπορούσε να κοιμηθεί άνετα. Αισθανόταν πως δεν είναι μόνο οι τρεις τους στο σπίτι. Αισθανόταν στο σπίτι μια, αδιευκρίνιστης μορφής, ξένη παρουσία.
"Για όνομα, ώρα είναι στα 30 να αρχίσουμε να πιστεύουμε στα φαντάσματα", σκέφτηκε.
Καθώς ένα επίμονο δροσερό αεράκι, γρύλιζε στην εξώπορτά του, κάνοντας τα κουδούνια των ζώων να χτυπούνε περιοδικά και ανεπαίσθητα, ο Φώτης αποφάσισε να κατέβει, να περπατήσει το σπίτι στην νύχτα για να αποδείξει στον εαυτό του, ότι η παρουσία που ένιωθε δεν ήταν τίποτα άλλο από τον φόβο του για την μεγάλη αλλαγή στη ζωή του, κεκαλυμμένο από το υποσυνείδητό του, σε μια ανθρώπινη φοβία.

Στο σαλόνι είδε την πολυθρόνα μπροστά από το τζάκι να κινείται και το τζάκι αναμμένο. Ένα σύγκρυο σκαρφάλωσε στη ραχοκοκκαλιά του. "Κάθισε", του ψιθύρισε η παρουσία που καθόταν στην κινούμενη πολυθρόνα. Ο Φώτης σαστισμένος, ώντας αιχμάλωτος σε μια κατάσταση που παρόμοιά της δεν είχε ξαναβιώσει, παραδομένος στις επιταγές της παρουσίας, κάθισε.
"Λοιπόν, τι κάνει ο Νικολάκης;"
Ο Φώτης δεν αποκρίθηκε, μη γνωρίζοντας τι εννοούσε η παρουσία. Όσο περνούσε η ώρα και ο Φώτης συναρμονιζόταν με το χώρο, αποκτούσε περισσότερη σιγουριά στον εαυτό του και τις κινήσεις του, ενώ παρατήρησε πως η "παρουσία" ήταν ένας 30άρης, με ένα σημάδι από θηλιά στο λαιμό, μεθυσμένος, που κοιτούσε επίμονα τη φωτιά στο τζάκι και δεν ενδιαφερόταν τόσο για το Φώτη.
"Τι κάνει ο Νικολάκης; Μαθαίνω ότι εγχειρίστηκε πρόσφατα. Πώς είναι; Είναι δύσκολα αυτά στον εγκέφαλο σε τέτοια ηλικία."
Ο Φώτης για άλλη μια φορά βγήκε βίαια από την ηρεμία του και έμεινε να κοιτάζει την "παρουσία".
-Πώς;;; Ποιος είσαι; Πώς ξέρεις (είπε και σκέφτηκε το ανεύρισμα του πατέρα του, από το οποίο εγχειρίστηκε πρόσφατα); Δεν έχω πει τίποτα στην Αριάδνη".
-Δεν ξέρεις ακόμα τίποτα, ε Φώτη;
Είχα διαβάσει ένα ποίημα μικρός. 'Ελεγε "ο θάνατος θα σε φυλακίσει για να σε αποδεσμεύσει, συνήθισέ το". Πες στον Νικολάκη μου ότι τον αγαπώ.
Είπε, πρωτού κατέβει η Αριάδνη και με βία διώξει τον άγνωστο απ' το σπίτι. Όπως είπε αργότερα στο Φώτη ο άγνωστος αυτός ήταν από παλιά ερωτευμένος μαζί της και της έκανε τη ζωή δύσκολη όποτε μεθούσε.
Το επόμενο πρωί πήρε πάλι τηλέφωνο τον πατέρα του αλλά δεν απάντησε.

Ο καιρός περνούσε στο χωριό. Οι κάτοικοι αντιμετώπιζαν τον Φώτη με καχυποψία και φόβο και δεν είχε καταφέρει να έρθει σε ουσιαστική επαφή με κανέναν. Μια μέρα είδε έναν 30άρη νέο να ζωγραφίζει στο κέντρο της πλατείας, το πορτρέτο ενός κατοίκου. Η υπογραφή του, αλλά και η τεχνοτροπία του θύμισαν έναν παλιό πίνακα που είχε δει μικρός στο σπίτι του στην Άρτα. Αυτός ο πίνακας ήταν το καμάρι της οικογένειας, τον είχε ζωγραφίσει ο παππούς του παππού του πατέρα του Φώτη, ο οποίος ήταν μεγάλος ζωγράφος περί το 18ο αιώνα στο Ναύπλιο.
Κατά καιρούς έβλεπε πράματα και ανθρώπους στο χωριό που του θύμιζαν γεγονότα και περιστατικά από την παιδική του ηλικία, το σπίτι του, τον πατέρα του. Τον παππού του δεν τον είχε γνωρίσει, κρεμάστηκε στα 50 του πριν γεννηθεί ο Φώτης.
Ένα βράδυ γυρνώντας σπίτι είδε κάτι που τον γονάτισε. Στον καναπέ μπροστά από το τζάκι ξαπλωμένος ο Θεοδόσιος και από πάνω του η Αριάδνη, να τον φιλάει. Ο Φώτης ένιωσε προδομένος και πάγωσε. Το μόνο που του χε μείνει να κάνει ήταν να κλάψει.
Η αγάπη ήταν το αντίδοτο του για το φόβο του για τo εφήμερο της ζωής αλλά ξέχασε πως και η αγάπη ακόμα, δεν είναι αιώνια.

Σκέφτηκε πως η Αριάδνη δεν τον υπολόγισε, δεν τον σκέφτηκε σαν άνθρωπο, έβαλε την απόλαυσή της πάνω από την αξιοπρέπειά του. Και τι νόημα έχει μια ζωή όπου αν το μοναδικό που αξίζει, δηλαδή η αγάπη, δεν μπορεί να σε λυτρώσει από τα εγωιστικά ένστικτά σου; Τι νόημα έχει μια ζωή που δεν μπορείς να βάλεις τον άλλο πάνω από σένα και κατ' επέκταση δε θα σε βάλει κανείς πάνω από τον εαυτό του; Τι νόημα έχει μια ζωή που ουσιαστικά είναι μια μοναχική πορεία προς το θάνατο; Όσο βυθιζόταν στις σκέψεις του, ένιωσε το άγγιγμα της Αριάδνης, να ζεσταίνει το παγωμένο χέρι του.
"Κάθισε", του είπε. "Ξέρω πως νιώθεις τώρα. Νιώθεις εκτεθειμένος σε μια ζωή που ο θάνατος γέννησε τον εγωισμό, για να μην μπορείς να τον νικήσεις μέσα από την αγάπη. Μα για σκέψου. Σκέψου μια ζωή χωρίς το φόβο του θανάτου. Τότε δε θα ελευθερωνόμασταν από τα εγωιστικά μας ένστικτα, τα οποία γεννάει η ανάγκη μας για επιβίωση; Τότε δε θα μπορούσαμε να ζήσουμε με αγάπη;".
Ο Φώτης μην μπορώντας να αντιληφθεί τι γίνεται γύρω του και τι του λέει η Αριάδνη, σήκωσε αργά το κεφάλι του και την κοίταξε. Ένα αίσθημα προδοσίας πλημμύρισε τη σκέψη του, σηκώθηκε, την έσπρωξε, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και άρχισε να τρέχει στα δρομάκια του χωριού. Λιγοστά άστρα που δεν κάλυπτε η ομιχλώδης ατμόσφαιρα και αχνός φωτίζων καπνός που έβγαινε από τις καμινάδες των σπιτιών του δίναν μια κάποια ορατότητα. Συνοφρυωμένος καθώς έτρεχε, ένα χέρι τον τράβηξε άξαφνα και βίαια, σε ένα σκοτεινό σοκάκι.
"Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε. Με λένε Φώτη και είμαι ο παππούς σου"... του είπε ο άντρας που αναγνώρισε σαν την παρουσία που είχε δει το πρώτο του βράδυ στο σπίτι.

Όλα έδιναν ένα νόημα ως τώρα στο Φώτη. Το χωριό, το σπίτι, οι άνθρωποι που έβλεπε και συναντούσε, του θύμιζαν όλα γεγονότα καταστάσεις και βιώματα από την παιδική του ηλικία. Πίστευε πως αφού είχε βρει το αντίδοτο για το φόβο του θανάτου, στο πρόσωπο της αγάπης του με την Αριάδνη, είχε καταφέρει και να νικήσει το χρόνο. Είχε κάνει το χρόνο του επίπεδο, όπου μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή να βρεθεί σε όποιο κομμάτι του ήθελε -και όχι γραμμικό με αρχή μέση και πλησιάζον τέλος, όπου δεν μπορείς να ξαναβιώσεις ό,τι βίωσες. Έτσι του έβγαζε μια λογική το ότι ένιωθε καθημερινά να βιώνει γεγονότα και καταστάσεις που είχε ξαναβιώσει.
Τώρα όμως, με την προδοσία της Αριάδνης με τον ίδιο της τον αδερφό, με έναν μυστηριώδη 30ντάρη να του λέει στην πιο κρίσιμή του νύχτα στο χωριό καταμεσίς της καταχνιάς ότι είναι ο παππούς του, όλες οι εκλογικεύσεις του Φώτη πήγαιναν περίπατο.
"Ξέρω όσα σκέφτεσαι. Τα ίδια σκέφτηκα κάποτε κι εγώ. Μοιάζουμε πολύ εμείς οι δύο. Είμαστε από ίδιο σπέρμα και ίδια μάνα.
Οι σκέψεις σου σωστές είναι, απλά εδώ βρίσκουν πρακτική εφαρμογή.
Έπρεπε να περάσεις αυτό το σοκ. Μόνο μέσα από το σοκ, μπορείς να ξεφύγεις από τις νόρμες της καθημερινότητας και της συνήθειας της σκέψης σου -που έχει διαμορφώσει ο εαυτός σου μέσα στο χρόνο ως άμυνες για να μη μπορεί να μεταβάλλεται εύκολα και συνεπώς να επιβιώνει- ώστε να δεχτείς μια διαφορετική σκέψη. Μια σκέψη που το λογικό σου κομμάτι αμέσως θα απέρριπτε.
Πρέπει να καταρρεύσει το σύστημα αξιών σου για να χωρέσει μια νέα ιδέα μέσα σε αυτό, παράταιρη με τις προϋπάρχουσες."
Πάμε σπίτι και θα στα εξηγήσουμε όλα.

Το μυαλό του Φώτη πήγαινε να σπάσει. Αυτός που ποτέ ως τώρα δεν πίστευε σε φαντάσματα και μεταφυσικές αναζητήσεις, βρισκόταν σε ένα σπίτι με 20 άντρες στην ηλικία του, στα χρώματα του, με παρόμοιο ειρμό σκέψης και λόγου με αυτόν να προσπαθούν να του εξηγήσουν πράγματα που αδυνατούσε να δεχτεί.
Ο Θεοδόσιος ισχυριζόταν πως έζησε περί τον 5ο αιώνα σαν κυνηγός, ο Αθανάσιος πως ήταν διάσημος ζωγράφος το 18ο αιώνα στο Ναύπλιο, ο Λαέρτης πως πέρασε τη ζωή του στην Αρχαία Θήβα και όλοι πως ήταν γόνοι "του ίδιου σπέρματος και της ίδιας μάνας". Μιας μάνας που γεννήθηκε και πέθανε 100 φορές στο πέρας του χρόνου.
Ξάφνου ένας διάδρομος άνοιξε από τους άντρες που είχε μπροστά του και μια γνώριμή του μορφή ξεχώρισε. Πλησίαζε προς το μέρος του και σε κάθε του βήμα η παρουσία του έκανε και πιο γνωστή την ιδιότητά του. Ναι ήταν σίγουρα ο πατέρας του ο Νίκος, αρκετά νεώτερος όμως, σχεδόν συνομήλικος του Φώτη. Ο Φώτης πάγωσε για μια φορά ακόμη.
Ο Νίκος, κάθισε δίπλα του.
"Παιδί μου, να σου γνωρίσω τη μητέρα σου", είπε και η Αριάδνη κάθισε αριστερά του.
Ο Φώτης δεχόμενος το ένα σοκ μετά το άλλο, ένιωσε να κατακλύζεται από μέσα του με ένα κύμα σιγουριάς και αυτοπεποίθησης. Η αδρεναλίνη του κολυμπούσε μέσα του δίνοντάς του δύναμη να διαχειριστεί καταστάσεις στις οποίες υπό φυσιολογικές συνθήκες θα παραδινόταν, αμέτοχος, άβουλος και αδύναμος.

"Όταν ήμουν στην ηλικία σου είχα κι εγώ τους ίδιους φόβους με σένα. Γνώρισα τότε τη μητέρα σου, την Αριάδνη. Η Αριάδνη πέθαινε τότε Φώτη, όπως πεθαίνει και τώρα. Κι εγώ έζησα σε τούτο το χωριό. Οι κάτοικοι ξέρουν αλλά δε μιλάνε χρόνια τώρα. Κι εγώ έζησα τους ίδιους φόβους με σένα κι εγώ πόνεσα για την αγάπη μου όσο κι εσύ.
Η Αριάδνη μου πρόσφερε μια λύση. Μια λύση για να νικήσω μια για πάντα το μεγαλύτερο μου φόβο και δεσμό, το θάνατο.
Η Αριάδνη ζει από την αρχαιότητα. Θυμάσαι το μύθο του Θησέα και της Αριάδνης. Ήταν απλά ένας παραλληλισμός της αληθινής ιστορίας. Η Αριάδνη προσφέρει στους ανθρώπους το μίτο που θα τους οδηγήσει έξω από το λαβύρινθο μιας ζωής που στο τέλος της κατοικεί ο Μινώταυρος.
O πρώτος από εμάς ήταν ο Αγαθός. Όταν έφτασε 30 χρονών η Αριάδνη του πρόσφερε το δώρο της. Θα έκανε ένα παιδί μαζί της. Από εκείνη τη μέρα και έπειτα η Αριάδνη θα παρέμενε νέα και αυτός θα γέρναγε με διπλάσια συχνότητα και για τους δυο τους. Στα 50 του θα πέθαινε και η Αριάδνη θα του χάριζε τότε την αθανασία. Να ζει για πάντα σαν 30αρης, στην καλύτερή του φάση και ηλικία σε αυτό το χωριό.
Ύστερα ακολούθησε ο γιος του Αγαθού, ο Θυμός. Ύστερα ο γιος του Θυμού, ο Πόνος και μετά ο γιος του Πόνου, ο Εγωισμός και γενιά σε γενιά φτάσαμε στο Λαέρτη και από το Λαέρτη, στον Θεοδόσιο και από το Θεοδόσιο στον Αθανάσιο και από τον Αθανάσιο στο Φώτη, τον παππού σου.
Κάποιοι από εμάς ζήσαμε ως τα 50, κάποιοι πεθάναμε νωρίτερα, κάποιοι μάλιστα όπως ο παππούς σου αυτοκτόνησαν."

"Εγώ Φώτη δεν άντεξα. Έδωσα τέλος στη ζωή μου, ήθελα να γυρίσω στην αγάπη μου, στον έρωτά μου, στην Αριάδνη μου. Μόνο ένας από εμάς μπορεί να ζει μαζί της κάθε φορά. Και η σειρά αυτή αργεί. Οι υπόλοιποι απλά περιμένουμε, ζούμε στο σπίτι, αναμένοντας τη σειρά μας. Περιπλανιόμαστε στο χωριό, κυνηγάμε, πίνουμε, μεθάμε, διασκεδάζουμε. Δε δημιουργούμε όμως. Αφού τίποτα για μας δεν καταστρέφεται τι νόημα έχει να δημιουργήσουμε;
Έτσι απλά περιμένουμε τη σειρά μας, τα 20 χρόνια μας με την Αριάδνη, με την ανάμνηση του έρωτα που κάποτε ζήσαμε, πριν αυτή πάει για 6 μήνες στην πόλη και αλλάξει πάλι η σειρά.
Σε έναν κόσμο χωρίς φθορά η μόνη γοητεία είναι η επανάληψη."

"Σταμάτα Φώτη, έλεος." Φώναξε η Αριάδνη και πήγε τον παππού του Φώτη προς την κουζίνα να του βάλει λίγη ρακή. "Αμάν πια με την απαισιοδοξία σου."
Γύρισε προς το Φώτη.
-Λοιπόν;
-Λοιπόν τι; Αν θα κάνω παιδί μαζί σου; Δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν σ'αγαπάω, αν είσαι το κορίτσι που ερωτεύτηκα, αν είσαι η μάνα μου, αν είσαι ο ίδιος ο θάνατος, αν είσαι απλά μια διέξοδος από τη θνητότητα. Δεν ξέρω, αν δεν είχες αυτές τις μεταφυσικές ιδιότητες που συζητάμε τώρα, αν και πάλι θα ήμουν όντως ερωτευμένος μαζί σου ή θα σουν και τότε μια άλλη διέξοδος απ' τη θνητότητα.
Δεν ξέρω αν μπορώ να νικήσω την αθανασία ζώντας για πάντα.
Δεν ξέρω αν θα μαι εγώ για πάντα.
Δεν ξέρω αν μπορώ να σε αγαπήσω αιώνια, αν η αγάπη διαρκεί αιώνια και αν το αιώνια υφίσταται σε έναν κόσμο που κυριαρχεί η αγάπη.
Η αγάπη δεν μετατρέπει το χρόνο από γραμμικό σε επίπεδο; Τι νόημα έχει τότε το αιώνια;
Και ξέρω πως όλες αυτές τις σκέψεις τις κάνανε και οι προηγούμενοι από μένα. Ξέρω πως ο εαυτός μου στο μεγαλύτερο κομμάτι του δομήθηκε από τις ψυχές που βλέπω μπροστά μου εδώ τώρα.
Και ξέρω πως όλοι εν τέλει υπέκυψαν.
Και φοβάμαι πως θα υποκύψω κι εγώ γιατί με γοητεύει να μπορώ να μιλήσω με ανθρώπους που ζούσαν το 500 π.Χ. και να ζήσω στις μεγάλες αλλαγές που θα γίνουν στον κόσμο στο πέρας του χρόνου.
Αλλά αυτό που με γοητεύει, που με ικανοποιεί δεν είναι ταυτόχρονα, μια εντελώς δικιά μου απόλαυση; Δεν είναι κάτι που θα αλλάξει αναλόγως με το αν το μοιραστώ ή όχι με άλλον.
Δεν είναι επομένως εσωστρεφής και άρα εγωιστική απόλαυση; Και αν σε μια ζωή με ημερομηνία λήξης έχουν νόημα και οι εγωιστικές απολαύσεις, σε μια ζωή που εκτείνεται στο άπειρο, πώς γίνεται να επιλέξεις να πορευτείς μόνος; Πώς γίνεται να ζήσεις μόνο με τον εαυτό σου για πάντα;
Σε μια ζωή που πάντα προσπαθείς να ανήκεις σε ένα σύνολο, πώς γίνεται να αρπάζεις την πρώτη ευκαιρία που σου δίνεται για να ξεχωρίσεις από αυτό;
Η αμφιβολία γεννιέται και πεθαίνει μέσα μου βλέποντας τον εαυτό μου γέρο στο νεκροκρέβατο του να μετανιώνει για το όχι που θα σου πω.
Θα γεννήσεις το γιο μου και μετά το γιο του γιου μου και γενιές και γενιές γιων κι εγώ θα μαι εκεί ζωντανός να βλέπω το σπέρμα μου να μεγαλώνει, να ζει, να συμμετέχει, να πράττει όσα δεν μπόρεσα να πράξω, να ανασαίνει τον αέρα που δεν πρόλαβα να ανασάνω.
Πεθαίνεις; Πεθαίνεις και θες τη βοήθειά μου.
Μ'αγαπάς επειδή πεθαίνεις. Θα πέθαινες επειδή μ'αγαπάς;
Ένα παιδί θες έτσι; Το γιο μου..




























Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Η πτώση

Θυμάμαι μια φορά μικρός, το πρώτο μου ποδήλατο,
τα πόδια μου δεν έφταναν στο έδαφος.
Αναγκαζόμουν να πατάω σε πεζούλια όποτε σταματούσα,
τις βοηθητικές ρόδες είχα μάθει να τις σνομπάρω.
Και οδηγούσα πάντα πολύ προσεχτικά και αργά, μην τυχόν χτυπήσω.
Μα μια μέρα δεν άντεξα άλλο τον περιορισμό του φόβου μου.
Το μόνο που χρειάστηκε ήταν ένα σκαρφάλωμα δροσερής αδρεναλίνης
στη ραχοκοκκαλιά μου και μια καθάρια σκέψη ελευθερίας, ένα κύμα αυτογνωσίας
και σιγουριάς.

Ανέβηκα στο ποδήλατο στην κορυφή ενός κατηφορικού πεζοδρομίου.
Πατούσα το πόδι μου σε ένα πεζούλι για να μείνω στέρεος.
Πήρα μια βαθειά ανάσα και άρχισα να κάνω πετάλι όσο πιο γρήγορα μπορούσα
και ανέπτυσα ταχύτητα καθώς κατέβαινα την κατηφόρα.
Ήξερα πως είχα μόνο τα εβδομήντα μέτρα του πεζοδρομίου.
Ήξερα πως δε θα μπορούσα να σταματήσω, ούτε να πατήσω τα πόδια μου κάτω.
Ήξερα πως αυτή η διαδρομή θα τέλειωνε μόνο με μένα στο έδαφος,
χτυπημένο και μες στα αίματα.
Και τι έκανα;
Συνέχισα να πατάω τα πετάλια όσο πιο δυνατά γινόταν, σηκώθηκα όρθιος
και προσπαθούσα να αναπτύξω όσο μεγαλύτερη ταχύτητα γινόταν
στα λίγα μέτρα που απέμεναν.
Δε με ενδιέφερε πως θα τελειώσει, είχα επίγνωση της κατάστασης από την αρχή.
Δε με ενδιέφερε πως θα τελειώσει, γιατί η επίγνωση γέννησε αρχικά το φόβο,
μα μια μεγαλύτερη και εσώτερη επίγνωση γέννησε την ανάγκη να σπάσει
πρώτα ο φόβος και μετά τα κόκκαλά μου.

Φτάνοντας προς το τέλος της ευθείας, πάτησα φρένο, προσπάθησα να καλύψω την κοιλιά
και το πρόσωπό μου, σαν σφήκα που πεταρίζει κόντρα στον άνεμο.
Έπεσα, χτύπησα άσχημα, μάτωσα πολύ. Το ποδήλατο χάλασε, στράβωσε.
Πιο αλλοιωμένη ήταν η φύση του τώρα, που οδηγήθηκε για λίγο σαν κανονικό
ποδήλατο πριν σμπαραλιαστεί;
Ή πιο αλλοιωμένη ήταν η φύση του όσο το οδηγούσα κρατώντας ασφαλή τη φυσιογνωμία του, αλλά διαστρεβλώνοντας το σκοπό του;


Θυμάμαι μια φορά, όταν μεγάλωσα.
Σε είδα πίσω από ένα βουνό υπαρκτών φόβων.
Ήξερα πως στην άλλη άκρη του δεν υπήρχε ομαλή κατάβαση παρά μόνο κατάκρυμνος γκρεμός.
Και περπατούσα καιρό στις παρυφές του βουνού, μόνος ή με παρέα, ανήσυχος ή ήρεμος.
Είναι ωραία στις παρυφές, έχει πεδιάδες, κρύο νερό, δέντρα να ξαπλώσεις από κάτω τους, καταφύγια από τις βροχές και τα χιόνια.
Είναι ωραία στις παρυφές, κυρίως γιατί γνωρίζεις τη θέση σου, γνωρίζεις του κινδύνους,
λέγεσαι έλεγχος.
Το μόνο κακό είναι πως το βουνό ορθώνεται μπροστά σου και σου θυμίζει συνεχώς πόσο μικρός είσαι.
Δε χρειάστηκαν πολλά.
Μόνο ένα σκαρφάλωμα δροσερής αδρεναλίνης στη ραχοκοκκαλιά μου και μια
καθάρια σκέψη ελευθερίας, ένα κύμα αυτογνωσίας και σιγουριάς.

Ανέβηκα το βουνό και κάθε στιγμή που το κατακτούσα, ανέπνεα τη θέα που μου δινε,
τρεφόμουν απ΄τους καρπούς του κι έκλεβα τη δροσιά του νερού του.
Δε με ενδιέφερε πως θα τελειώσει, γνώριζα από την αρχή πως θα τελειώσει.
Δε με ενδιέφερε πως θα τελειώσει, γνώριζα από την αρχή κι αυτό γέννησε το φόβο,
μα μια μεγαλύτερη και εσώτερη επίγνωση γέννησε την ανάγκη να σπάσει
πρώτα ο φόβος και μετά τα κόκκαλά μου.
Και τώρα ήμουν μεγάλος πια.
Ήξερα πως η φοβιστική γνώση του τέλους, πάλευε να μας στερήσει τη γνώση της αρχής και της ενδιάμεσης διάρκειας.
Η γνώση του είναι πάλευε να περιορίσει τη γνώση που δίνει το πράττειν.
Γιατί το πράττειν φέρνει σε κίνδυνο θανάτου το είναι. Ή -ακόμα χειρότερα- αν δε το θανατώσει,
το μεταλλάσσει. Σκοτώνει την πρότερη φύση του.
Και σκοπός του είναι, είναι απλά να παραμένει, να επιβιώνει.

Εσύ όμως είσαι μεγαλύτερος από το είναι σου. Και πάνω στο βουνό, μ' όλη τη γη
στα πόδια σου το έβλεπες αυτό.

Φτάνοντας προς το τέλος ένιωθα καθώς κρατούσα τα χέρια σου στην κορυφή,
το πρόσωπό σου να χάνεται μαζί με τα χαλίκια που στήριζαν τα πόδια μου.
Ένιωθα πως ένιωθα ότι μπορούσα να πετάξω, αλλά ήταν απλά μια παραίσθηση.
Αν μπορούσα όντως να πετάξω, θα είχε νόημα τίποτα από όσα έκανα;
Και σε παρακολουθούσα να χάνεσαι σιγά σιγά στη γραμμή του ορίζοντα,
όσο τα πόδια μου έτρεμαν και χανόταν η γη από κάτω μου. Τώρα ολόκληρες
κοτρόνες χάνονταν στο γκρεμό.
Και κάπως έτσι, χωρίς να σκεφτώ στιγμή την άβυσσο που οδηγούμουν, βιώνοντας
μέχρι και την τελευταία στιγμή στο έπακρο, αγκαλιάζοντας νοητά τις κόρες των ματιών σου με τις κόρες των ματιών μου, ρουφώντας μέχρι και την τελευταία ανάσα που μου χρωστούσε το βουνό, έπεσα.

Δεν είχα φρένο όπως όταν ήμουν μικρός, δεν είχε νόημα να προσπαθήσω να προστατεύσω
την κοιλιά ή το πρόσωπό μου. Σα σφήκα που της κόψαν τα φτερά της,
έπεφτα.
Και το είναι μου έσπασε μαζί με τα κόκκαλά μου.
Πιο αλλοιωμένη ήταν η φύση του τώρα που έζησε για λίγο τις δυνατότητες και τα θέλω
του στο έπακρο πριν σβήσει;
Ή πιο αλλοιωμένη ήταν η φύση του όσο η ανάγκη του για επιβίωση το κρατούσε
στην αγκαλιά της αδράνειας, διαστρεβλώνοντας το σκοπό του;
Το είναι μου έσπασε.
Μεταλλάχθηκε.
Αναγεννήθηκε.
Κράτησε κάποια απ΄τα παλιά κομμάτια, αλλά η παλιά του φύση πέθανε.
Το πράττειν επικράτησε και έχτισε πάνω στο παλιό σου είναι ένα καινούριο,
με λίγη στάχτη, λίγη νέα γνώση, λίγο χρόνο
και αρχιτέκτονα εσένα.
Εσένα που είσαι μεγαλύτερος από το είναι σου και τα θέλω του και το ξεχνάς
καθ' όταν επαναπαύεσαι, οπότε παύεσαι.










Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

Σκληρό κι επίπονο

Στο είπα πως με υπεκφυγές, "δεν ξέρω το γιατί"
και με όποιου είδους αόριστο σκεπτικό
γίνεσαι έρμαιο και σπέρμα σε ειδεχθή τοκετό.

Η συνείδηση σου αιμορραγεί- αν υπάρχει
μια ασυγκρότητη υπόσταση
αφύλακτο οχυρό.

Σε έναν κόσμο με αρκετό πόλεμο
είναι άκρως αυτοκαταστροφικό.

Υπάλληλος κι αφεντικό,
υπάκουος κι αρπακτικό.
Ατομικός συλλογισμός
σε συλλογικό ατομικισμό,
λίγο ακόμα και είμαι για εμετό.
Υπήκοε, το βασιλιά σου πότισε με αρσενικό!

Δεν υπάρχει έτοιμο αντίδοτο
δεν είναι οικόπεδο- πρώην δάσος καμένο
Μια μάχη είναι δίχως επίλογο
δώσε χώρο στον αντίλογο.
Δεν είναι δύσκολο να ενωθούνε τα σπασμένα
στο διπλανό περίπτερο έχει logo
μα αν ήταν έτσι εύκολο θα ήταν όλα ήδη φτιαγμένα.

Κι αφού διαφεντεύει το παράλογο
τον λόγο σου όρθωσε και για όπλο κράτα ένα πιάνο
πάνω του κάλπαζε σαν άλογο
και αν χρειαστείς πανό, φανό ή σανό
παίξε τη μελωδία σου και κάνε μου σινιάλο.

Κυνήγα το άχτι σου
με τρόπο δοτικό.
Μην κάνεις την πάπια
το φορτίο είναι κοινό.
Κόντρα στο κενό.
Χαμογέλα, είναι μεταδοτικό.

Ποιος είναι ο Θεός σου?
Ποιόν έχεις φυλαχτό?
Ποιόν κουβαλάς στις πλάτες σου?
Ποιόν θα έφτυνες στο λεπτό?

Ποιος είναι ο αφέντης σου?
Που γέρνει το σωστό?
Ποιος τρέχει για πάρτη σου?
Που να βρω ένα κελί χρωματιστό να μπω?

Όσο ρωτάω, τόσο παγώνεις
κι όσο δεν έχεις απαντήσεις
δεν έχεις τσαγανό.

Έχεις διαλέξει πάλι το εύκολο,
το ευρέως διαδεδομένο ανέμελο ανεύθυνο,
όχι το αυθεντικό ανέφικτο
γι αυτό δεν έχεις θέση στο δικό μου οίκτο.
Είναι αντίκτυπο
δεν είναι αντίποινο
μα ναι,
σκληρό κι επίπονο,
γι αυτό κι αληθινό.


Καραμελωμένο πικρό συνήθειο
κι αυτό είναι το επιμύθιο.

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Κυριακάτικο - Πως να το πω
















Αφήνεις τον εγωισμό σου να σε σκοτώσει
ακόμα και την τελευταία στιγμή
ενώ ξέρεις πως όλα έχουν χαθεί
ίσως γι αυτό.
Τα ψέμματα έχουν τελειώσει
πετάω στα σύννεφα με χίλια
νιώθω τη επερχόμενη πτώση
μια τόσο δα λεπτή κλωστή
Σε θέλω όταν δε σε έχω
σε διώχνω όταν σε έχω
για να μου ξαναλείψεις
χο χο χο!
Χωρισμένοι και οι δυο
μαζί κοιμόμαστε στο λεπτό
κι ας είναι ψιλοτάβανο
δε χωράει άλλο από μένα αφεντικό.

Στα γράφω τώρα γιατί δεν πρόλαβα η δεν είχα τα κότσια να στα πω απο κοντά, αφεντικο.

Γουστάρεις να το ζεις και λίγο διαφορετικό
δικό σου θέμα αυτό
για τα ένστικτα ελευθερίας σου δεν σε κατηγορώ
θα ήταν παλαβό
μα όχι και εμένα να χεις σκλάβο

Στα δόντια σου τρίζει το σ' αγαπώ
ξεχυλίζει απ' το αφρισμένο σου το στόμα σαν οργή
αφηνιασμένη στη ματιά δε σε χωράει η γη.

Σαν το διάολο δεν κάνεις ούτε βήμα πίσω
δεν υπάρχει αντίο να σου ζωγραφίσω
κράτα το για φιναλιστικό λάβαρο
να πω έτσι πως κατάφερα κι εγώ έστω κάτι μικρό να σου αφήσω.

Η κάμαρα στραμμένη πάνω μου
και η κάμερα σπασμένη παντού
πολλές κρυφές γωνίες ανεξιχνίαστες μένουν
που κι αν τις δεις την αντίληψη σου ίσως διευρύνουν
μα τα ξεχνάς όταν τον εγωισμό σου ευθέως χτυπούν κι επιμένουν
αυτόν που σα ντουβάρι έπεσε να σε πλακώσει
αυτόν που δεν κατάφερε κανείς ποτέ του να φιμώσει
να δαμασει
να λυτρωσει

Κι ο φασισμός από εκεί πηγάζει
για να επιβιώσει
το εγώ σου απαιτεί να εδραιωθεί
απ' τα μικρότερα τρέφεται
το αίμα βράζει κι ο λόφος καίγεται.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Οι υπόνομοι

Μες στη δίνη μιας πόλης που ξεθυμαίνει,
ενός κόσμου που βουλιάζει στους ξεχυλισμένους υπονόμους
των κατάστιχων σάπιων συνειδήσεων,
ανθρώπων φτηνών, θυσιασμένων  ενστίκτων και παρορμήσεων,
σε μια απέλπιδα προσπάθεια να δαμάσουν το χρόνο,
φορώντας κατά συνθήκη χαμόγελα, ποζάροντας φτιασιδωμένοι,
τόσο κενοί, τόσο ξένοι.
Τόσο μόνοι.
Με ένα τέμπο να τους οδηγεί χέρι χέρι στο θάνατο της θέλησης,
κοιτάζουν δεξιά κι αριστερά, μιμούνται και ησυχάζουν.

Κι οι υπόνομοι ξεχυλίζουν σκέψεις και ανάγκες.
Κι η οσμή τους πνίγει την ατμόσφαιρα του συνειδητού, σάπιο άρωμα,
ατόφια νεκρή επιθυμία.
Κι είναι τρελό που δεν τους σαλεύει -σε αναμονή της κρίσης μέσης ηλικίας.
Τρέφονται με άνοστα αστεία, μεθάνε με κενές φιλοφρονήσεις,
που προδίδονται από φθονερά βλέματα,
συναγωνίζονται και επιζούν, όσο δε ζουν.
Μολύνουν ο ένας τον άλλο με τους φόβους τους
και το τυλίγουν σε πακέτα «φιλικών συμβουλών»,
για να κρύψουν το μεγαλύτερο τους φόβο.
Το φόβο που γεννιέται απ΄το φθόνο, μην κάνει άλλος αυτό που φοβάσαι να κάνεις
και μετανιώσεις που δεν το τόλμησες.

Αυθυποβάλονται κι οι υπόνομοι γεμίζουν απωθημένα,
όσο φτιάχνουν αρώματα εκπληρωμένων στόχων και πρόσκαιρων ικανοποιήσεων,
για να κρύψουν τη βρώμα τους, όπως οι Γάλλοι φτιάχναν αρώματα
για να κρύψουν τα σκατά πίσω από  κουρτίνες.
Και κάθε βράδυ οι υπόνομοι πλημμυρίζουν και γεμίζουν τα θολά, αβέβαια
μάτια τους με λασπόνερα.
Το μόνο τρωτό σημείο σε μια πανοπλία επίπλαστης σιγουριάς.
Τα μάτια.
Προσφέρουν στο άτομο μια θεώρηση του κόσμου που κοιτάει
και σα φόρο δίνουν πίσω στον κόσμο μια θεώρηση του ατόμου.
Δεν ψεύδονται ποτέ.
Και σ’ αυτή την πόλη κραυγάζουν για ελευθερία.
Κι οι κραυγές πνίγονται καθώς θυσιάζουν την ελευθερία τους για να κλέψουν από
την ελευθερία του άλλου.
Ζητάνε δούλους και υποδουλώνονται σε φτιαχτές περσόνες που θα τους κερδίσουν.
Κι οι δούλοι, καθώς ο ζυγός της συνήθειας συμμαχεί με το φόβο του αγνώστου,
σκύβουν το κεφάλι και ακολουθούνε σε μια παράσταση
που όλοι γνωρίζουν τα κείμενα και το τέλος της.
Μα η έξοδος είναι πίσω απ’ τη σκηνή.
Και μοιάζει τρομακτική από τότε που φάγαμε την πρώτη μας σφαλιάρα
επειδή βάλαμε στο στόμα μας κάτι από το πάτωμα.
Μα μια στο τόσο, εκεί πίσω απ’ τη σκηνή,
το μόνο μέρος της πόλης που οι υπόνομοι ησυχάζουν,
από το πεζούλι της πόρτας,

στάζει κάποιο χαμόγελο.
Κι αυτό αρκεί.