Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Μια υγιής σχιζοφρένεια



Εαυτέ ένεκεν η ώρα ετούτη
που για λίγο το κούφιο μου Εγώ θα σε αποχωριστεί
Σα να σαι άλλος δυο λόγια θα σου πω
Κάθισε μαζί μας για λίγο στο τραπέζι
Κοίτα γύρω σου, είναι οι πτυχές σου σε πρόσωπα πλασμένες
Μη σκιάζεσαι ποιοι είναι όλοι αυτοί
Με το κύλημα του χρόνου καμπόσους θα γνωρίσεις

Πολλάκις Εαυτέ δεν έπραξες ορθά
μα με δυο λόγια μάταια και παραπλανητικά τη Συνείδηση μου ξεγελάς
Νοιώθεις τότε ευφορία μα είναι πλάνη η αγκαλιά
Κοίταξε την στα δεξιά
Πλέον πονηρεμένη στο ‘’εδώλιο σε στήνει’’ και περιτράνως πια σου λέει
-‘’Τόση η γνώση για το Εγώ σου
-όση και η γνώση του ψαριού για το δικό του σπίτι, τον Ωκεανό’’

-Για τιμωρία στο Ήθος εσπευσμένα κάνει λόγο
Τι έγινε Εαυτέ ;
Σε βλέπω αγχωμένο, νευρικό, δε θες μάλλον συναναστροφές
Μα αντίκρυ σου το Τέρας βλέπεις να μας χαιρετάει
Λοιπόν πως θα αμυνθείς σ αυτό;
Ή μήπως η παρουσία του σε κολακεύει ;

Θέλω πολλούς να σου συστήσω Εαυτέ
Κοίτα παράμερα αυτούς τους δύο
Η μία άσημος , είναι η Απλότις
Δεν αρέσκεται σε στοχασμούς και σκέψεις
Λίγο πιο δίπλα μία λόγιος, η Σύνθεσις
σε έναν αγώνα διαρκή άξια να φανεί

-‘’Μη σκοτίζεσαι κάποια να διαλέξεις και μη φοβάσαι πως έχθρα μεγάλη έχουν’’
-‘’Όλοι είναι αδέρφια, όλοι κατιτίς συνεισφέρουν’’
-Λόγια καθησυχαστικά άκουσε ο Εαυτός
Τι σου ψιθύρισε η Ισορροπία τον ερωτώ
‘’Τίποτα’’ μου απάντησε για να συνεχίσω τον ειρμό

-Μια βροντερή φωνή ξεπήδησε τότε μέσα από τον όχλο
-‘’Ειι..!! Για πάλι έξω το βαλες ; ‘’
Λίγοι να ξέρεις την πόρτα εκεί μπορούν να τη διαβούν
και ο Καθρέφτης έχει το χάρισμα αυτό
Εύκολα δε γελιέται και την εικόνα μας σε τρίτους με καμάρι διηγιέται 

-Σαν την πόρτα κλείνει το κλίμα γίνεται βαρύ και η ατμόσφαιρα αποπνικτική
-‘’Είμαστε φυλακισμένοι σε δαύτο το μπουντρούμι;’’
-‘’Και τι θα απογίνουμε;’’
Ερωτήματα αμέτρητα σε κατακλύζουν Εαυτέ
-Είναι εκείνη η στιγμή που το δάπεδο τραντάζεται, τα κρασιά ευθύς στο τραπέζι χύνονται
-τα φώτα τρεμοσβήνουν και τα φωτιστικά μοιάζουν σαν εκκρεμές που ταλάντωση εκτελεί
-Ρυάκια, απέραντες πράσινες εκτάσεις, καταγάλανος ουρανός και δυο πελώρια βουνά σα να μας προστατεύουν συνθέτουν πλέον το τοπίο
-‘’Σας αρέσει εδώ ή αλλού να πάμε;’’ ρώτησαν στο τραπέζι το Όνειρο και η Ελπίς

-Νοιώθεις πλέον δυνατός και την πλάτη σου δείχνεις επιδεικτικά σε κάθε πρόσωπο μουντό
-Τη Στεναχώρια λες δε μπορεί τη διώχνω πέρα μακριά
Μα μήπως είσαι αγενής και αυτό σου επιστραφεί ;

Σου μιλώ, δε με κοιτάς . Ποια παρουσία την προσοχή σου αποσπά ;
-‘’Αυτή εκεί! Είναι τόσο φλογερή, σα να αναβλύζει από μέσα της αέναη ζωηράδα’’
Είναι η Ανησυχία Εαυτέ και οι σκέψεις της κοχλάζουν
σαν την καυτή τη λάβα μέσα στον κρατήρα πριν να εκραγεί
Μα η πιο βαθιά η σκέψη της
μήπως είναι τελικά έρμαιο της Νιότης
και έτσι μια μέρα μας αφήσει και τη θέση της στην Απάθεια παραχωρήσει

Θέλω πολλούς να σου συστήσω Εαυτέ
Λίγη είναι όμως η άμμος που στην κλεψύδρα έχει απομείνει
Κλείνοντας μονάχα να σου πω
πως με άγνωστα πρόσωπα θα βρεθείς και με άλλα γνώριμα θα λυθείς
Εσύ είσαι όμως ο εκλεκτός, ο πρεσβευτής αυτών και Εγώ απλώς το αποτύπωμα σου
Σαν Ένα πριν γίνουμε πάλι Εαυτέ ας ξέρεις …
Με μια παρουσία ποτέ δε θα ειδωθείς αλλά απουσία μην την πεις
Αυτά σα σου είπα προσμένω από σένανε καρτερικά
τους συνοδοιπόρους σου να δω σα μαζί θα ταξιδέψετε, μαζί θα περιπλανηθείτε
στην ατέρμονη αναζήτηση της μίας, της μοναδικής Αλήθειας

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου