Εκτός του ότι θέλουμε να ζήσουμε το ψέμα ότι πάντα κάποιος άλλος μας φταίει, επιλέγουμε να
ζούμε με το ψέμα ότι κάποιος άλλος από
μηχανής Θεός θα μας βοηθήσει δείχνοντας το δρόμο.
Πιστεύουμε ότι η ευτυχία βρίσκεται στη δόξα, στα λεφτά, στα ουσίες λήθης(άλλο ναρκωτικά άλλο ουσίες λήθης, άλλο χρεωκοπία άλλο κούρεμα του χρέους), στο να κάνεις το "σωστό" και το "καλό"-δούλος των "πρέπει"- και στο να εξορίζουμε όποιον μας φαίνεται δυστυχισμένος επειδή δεν πιστεύει στην ευτυχία ή στον τρόπο ευτυχίας μας, όπου ευτυχία είναι η συμφιλιωμένη ζωή με τον εαυτό και τον περίγυρο της πραγματικότητας μας. Υπεκφεύγουμε τον εαυτό μας, γιατί το αντίθετο θα μας προσέθετε βάρος ενώ εμείς θέλουμε να ζούμε ανάλαφρα κι ανέμελα σαν τα παιδιά στις αλάνες.
Αλλά η ευτυχία που ψάχνεις(και ο μεν “ευτυχισμένος” και ο δε “δυστυχισμένος”) είσαι εσύ, αυτόφωτος. Είσαι ένας φακός. Μην περιμένεις κανείς να σου δώσει φως, το μόνο φως που μπορεί να δει ένας φακός σαν εσένα είναι αυτό ευθεία μπροστά του, με προϋπόθεση να είναι ανοιχτός.
Θα αναφερθώ ως παιδί στην Ελλάδα με ημερομηνία γέννησης
25 Μαρτίου 1821 γιατί τότε γεννήθηκε ο σημερινός έφηβος που δημιουργεί τόσους
προβληματισμούς σε όλους.
Σαν παιδί
μεγάλωσε σε άσχημες καταστάσεις, με γονείς κατατρεγμένους και καταπιεσμένους
κλέφτες που δεν είχαν να του προσφέρουν παρά μόνο σαθρή επιβίωση,
περιθωριοποιημένο απ' τους συνομήλικούς του, περνώντας το χρόνο στα διαλλείματα
του σχολείου μόνο του, προσπαθώντας να ορθοποδήσει και να ενταχθεί σε
εφάμιλλους με των συνομήλικων ρυθμούς. Μια μέρα λοιπόν στην αυλή του δημοτικού,
κάπου γύρω στο 1945 έπεσε θύμα του μπούλη, ονόματι Beatler απ’ την Έκτη που ήταν
μεγαλύτερος και πιο δυνατός. Όντας
τέτοιος ήθελε να διδάξει του μικρού μια αλήθεια της ζωής-τι κάνει ο δυνατός
στον αδύναμο..
Ημιλιπόθυμος απ’ τη γροθιά στο στομάχι, ρημαγμένος, χωρίς λεφτά και σάντουιτς ο μικρός κατάφερε και σηκώθηκε, μα πέρασε έναν πόλεμο με τον ίδιο του τον εαυτό προσπαθώντας να καταλάβει και να δώσει απαντήσεις σε όλα αυτά τα γιατί που είχαν γεννηθεί και διψούσαν γι αυτές.
Ημιλιπόθυμος απ’ τη γροθιά στο στομάχι, ρημαγμένος, χωρίς λεφτά και σάντουιτς ο μικρός κατάφερε και σηκώθηκε, μα πέρασε έναν πόλεμο με τον ίδιο του τον εαυτό προσπαθώντας να καταλάβει και να δώσει απαντήσεις σε όλα αυτά τα γιατί που είχαν γεννηθεί και διψούσαν γι αυτές.
«Γιατί συμβαίνουν
όλα αυτά, γιατί είναι άδικη η ζωή, γιατί η εκμετάλλευση δίνει και παίρνει,
γιατί δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, γιατί τον ενόχλησαν χωρίς να
έχει ενοχλήσει, γιατί ;;;»
Με τη βοήθεια
αυτού του σταδίου, όπου οι κακές σκέψεις γεννιούνται, γεμίζουν το κεφάλι σα
σαπουνομπουρμπουλήρθες που φουσκώνουν και πολλαπλασιάζονται αθέμιτα μέχρι να
σκάσουν απ’ την ίδια τους την αβάσταχτη κακία, αφήνοντας πίσω τους ένα
αστραφτερό ολοκάθαρο μυαλό, κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να κατηγορεί την “κακία”
του μεγάλου μπούλη-ήταν κι αυτός υποχείριος της διαμάχης του με τον δυνατό της
άλλης Έκτης και του εγωιστικού του εαυτού που διψούσε για εξουσία, για απόδειξη
του δυνατότερου!