Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Η καμπάνα

Τραγουδάμε, φλερτάρουμε σαν να μη υπάρχει αύριο,
τρώμε, γλεντάμε, μεθάμε..
Στις πιο μοναχικές στιγμές μας κλαίμε, σιχτιρίζουμε,
απελπιζόμαστε, κοιμόμαστε..
Κι η καμπάνα χτυπά

Κι ύστερα ονειρευόμαστε, ξεχνάμε, παραμυθιαζόμαστε..
Κάνουμε κύκλους, ώσπου πεθαίνουμε,
ζώντας.. στην αμνησία κολυμπώντας για να επιβιώσουμε,
κάτι να νιώσουμε, να αισθανθούμε πριν ανταμώσουμε
το μόνο σίγουρο και μόνο μόνιμο,
το σκότος που υπήρχε και θα υπάρχει, κυκλώνοντας 
την πολύτιμη στιγμή μας, την ύπαρξή μας..
Μια στιγμή στην αιωνιότητα, κατακλυσμένη από
πρέπει και από πρότυπα, 
από μονοπάτια και ατροπούς,
από νόμους συνήθειας, καιροσκοπικούς και ανούσιους.
Κι η καμπάνα ξαναχτυπά

Η μίμηση διατάζει και η στιγμή μας ακολουθεί
και νιώθοντας οικεία προσποιείται πως δεν είναι στιγμή μα διάρκεια..
Μα στις πιο μοναχικές στιγμές μας δε μας ξεγελάει,
η διαρκειά της ξεθωριάζει και σβήνει
μπροστά στο εκτυφλωτικό προγενές φως του κόσμου.
Κι η αλήθεια ξεχειλίζει την ύπαρξή μας
ουρλιάζοντας να σπάσουμε τους δεσμούς που μας κρατάνε σκυφτούς.
Κι εμείς έχοντας συνηθίσει να ζούμε σκυφτοί,
μπροστά στο προγενές φως του κόσμου δειλιάζουμε..
Φιλάμε το χώμα που μας γέννησε, απλώνουμε τα φτερά
που ποτέ δεν χρησιμοποιήσαμε στο πάτωμα του χρόνου,
φτύνουμε μες στο βάζο που φυλούμε τα όνειρα και τις αναμνήσεις μας
και δηλώνουμε υποταγή σε μια μοίρα 
που κατηγορούμε ως άδικη και ανώφελη.
Σκυρτοί σερνόμαστε στο έδαφος, δεχόμενοι το αναπόφευκτο,
έχοντας ζήσει μια ζωή φυλακισμένοι περιμένοντάς το.
Ποτέ δε σκιρτήσαμε, ποτέ δεν υπερβήκαμε το τετριμμένο..
Ποτέ δεν επαναστατήσαμε, ποτέ δε ζήσαμε,
ήμασταν πάντα το αναμενόμενο επιδόρπιο
στο γεύμα του θανάτου.
Κι η καμπάνα χτυπά

Και χτυπούσε πάντα για σένα, μα χτυπούσε πριν από σένα
και θα χτυπά μετά από σένα.
Δεν την επηρρέασες, μα σε καθόρισε.
Σέρνοντάς σε στον αλλωτριοτικό χορό της,
τραβώντας σε έξω από το καλούπι του είναι σου,
ξεσκίζοντας τη δομή και τη φτιάξη σου.
Για να χορέψεις με τους Άλλους.
Ένα κομμάτι χαρτί ξεθωριασμένο, νωπό στα δάκρυα του χρόνου,
κουβαλάει πάνω του το σχέδιο της καμπάνας.
Είτε χορεύεις στο ρυθμό της με τους Άλλους για μια ζωή,
είτε σε κυνηγάν τα θηρία της μοναχικότητας,
της τρέλας και της απομόνωσης.
Είτε το πιάτο της ζωής σου θα 'χει μια γεύση συμβιβασμού,
είτε θα μείνει άγευστο, ξινό και ανούσιο.
Είτε θα σκύψεις, είτε θα σβήσεις.

Κι η καμπάνα γελά, βλέποντας κούφιες συνειδήσεις,
να παλεύουν να αντιγράψουν βήματα,
να γίνουν αποδεκτοί, να χορέψουν για να μην πάψουν.
Κι η καμπάνα γελά κι εσύ γελάς,
γιατί γνωρίζεις πλέον πως η εναλλακτική δεν περιέχει δάκρυα,
γέλια, μουσική ή λύπη.
Μα αιώνια απραξία και κατατονία.
Και πιάνεις πρόσχαρος ένα μαχαίρι,
κόβεις ένα κομμάτι από το είναι σου και το
χαραμίζεις για να μπεις στο χορό που
υπόσχεται να σου χαράξει ζωή.

Κι έτσι περιφερόμαστε, χορεύοντας, ξεχνώντας σταδιακά
ποιος είναι ποιος και τι είναι τι.
Φιγούρα στη φιγούρα, μέχρι να γίνουμε φιγούρες,
να γδύσουμε από πάνω μας τον άνθρωπο
και να μείνουν από μας μόνο οι χαρακτηριστικές σκιερές κινήσεις μας.
Κι η καμπάνα χτυπά πιο δυνατά, πιο ρυθμικά,
μέχρι που να καλύψει κάθε αμφιβολία συνείδησης
και τα βήματά μας να σκεπάσουν τη μουσική του κόσμου
κι οι φωνές μας να χάσουν το χρώμα τους
κι οι σκιές μας ενωμένες να δείχνουν τη γη που πατούμε
λεία, στιλπνή, τέλεια πανομοιότυπη απ' άκρη σ' άκρη.
"Θάνατος στα χρώματα, σε ό,τι δίνει ταυτότητα στα εγκόσμια!.."
Ας ξεπετσιάουμε το πιο αγνό κι ανέγγιχτο κομμάτι μας.
Εδώ γλεντάμε ρε.. Εδω γλεντάμε



























Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Η στιγμή

Μια κραυγή που κράτησες μες στα πνευμόνια σου,
λόγια που σάπισαν μέσα στο στόμα σου.
Όλα τα έζησες τόσες φορές μες στο μυαλό σου
κι όταν η ώρα ήρθε για κείνο που ζούσες για να ζήσεις,
στέρεψες από πράξεις και θάρρος.
Έστεκες βουβός.. αμίλητος..
Εθισμένος σε μια ζωή που ορίζεις, τη ζωή της μοναχικής φαντασίωσης.
Ποτέ δεν προσπάθησες και η πραγματικότητα σε εκδικήθηκε.
Σμίλεψες στρόγγυλα τα σίδερα και εκείνη στα πέρασε χειροπέδες.
Δεμένος, σκλάβος, με σπασμένα πόδια να την παρατηρείς ανήμπορος.
Το ζησες τόσες φορές σαν μια μοναχική μαλακία,
μες στο στεγνό μυαλό σου.
Κι όταν χρώμα έπεσε στο ασπρόμαυρο σενάριό σου,
πάγωσες. Πανικοβλήθηκες.. Όλα τα σενάριά σου παίζονταν
από τον ίδιο ηθοποιό.
Και τώρα ο ξένος ρόλος σε γονάτισε, σε αποσυντόνισε,
σε έθρεψε αμφιβολία και ταπείνωση.
Έμαθες μόνος να ζεις κι άλλος να μη σε αγγίζει.
Μα ο άλλος ορίζει την πραγματικότητα,
ξεχωρίζει το ρεαλισμό από τη φαντασίωση
κι έχεις πια βυθιστεί τόσο βαθειά μέσα στη φαντασίωση
που ο άλλος σου μοιάζει άψυχος θεατής κι εσύ
μουγκή μαριονέτα στο κουκλοθέατρό σου..
Καμία σύνδεση, καμία σπίθα, 
κανένας κίνδυνος μα και καμία ελπίδα..

Είναι τώρα η ώρα;
Λίγο πριν, λίγο μετά.
Τα ανώφελα σχοινιά που σε δένουν και σε κινούν, θηλιά
θα κάνεις να σε ελευθερώσουν.
Κι όσο τα σφίγγεις γύρω απ' το λαιμό σου
και σε λυτρώνουν, σβήνοντας, έναν λιγμό θα βγάλεις
και θα ηχήσει σαν χαρακιά ζωής στους θεατές
που ζωγράφισες ανήμπορους.
Κι η ξεψυχιά σου, μια ανάσα ζωής που μπαγιάτεψε με το χρόνο
μέσα σου και επιτέλους έφτυσες.
Και η στιγμή που επιστρέφεις την ψυχή σου, θα 'ναι, 
μα τι ειρωνία,
ό,τι πιο αληθινό έζησες.

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Αναβίωση

Είδα τα μάτια σου ξανά,
μαύρα αστέρια σκοτεινά,
ρουφούσαν ενέργεια και ζωή
και πίσω δίναν προσμονή.

Το ξένο σώμα μου έγδυσαν,
την περηφάνεια μου απαίτησαν
αυτή που έχτισα με δόλο,
δυο δράμμια φιλαυτίας όλο κι όλο.

Την ξεπάστρεψαν και μ' ελευθέρωσαν
αλήθεια πρόσθεσαν και με αφαίρεσαν,
εμένα που δηλώνω πάντα Εγώ,
αβέβαιο με καναν και μισερό.

Τα χείλη σου άνοιξαν καινούριους δρόμους,
μια στάλα αστρόσκονης σε υπονόμους.
Για πρώτη φορά δειλιάζω στο φόβο,
μα νιώθω άνθρωπος δε μετανειώνω.

Και ξανανιώνω και ξανανιώνω,
σαν αίσθημα ποίησης που αναβιώνω,
σαν μια αχτίδα τοξικής ελευθερίας,
σε ένα κάστρο σιγουριάς μα ανομβρίας.

Σαν δώρο στιγμής και όχι ανάγκης,
σαν για όπως σ' έχτιζες να αμφιβάλλεις.
Σαν η αλήθεια να'ν τοπίο φυσικό
κι όχι χτίσμα ανθρώπινο και τεχνητό.

Ένα αθώο βλέφαρο που πεταρίζει,
ποιήματα και συγχορδίες αναχαιτίζει.
Και τα γκρεμίζει και σε γκρεμίζει,
σε βάζει στη θέση σου μα σε ανθίζει.

Της ύπαρξης τρομακτικό το εφήμερο,
σαν το υπερβαίνεις πώς δείχνει ήμερο.
Κι όσο αγγίζεις τη χορδή της ζωής σου,
μια αβέβαιη νότα κάθε στιγμή σου.

Μια φάλτσα νότα που αποδέχεσαι,
ζωή γεννάται όσο δε σκέφτεσαι,
σαν χορευτής που ακολουθεί το ρυθμό
και όχι μαέστρος που δίνει σκοπό.

Ένα βλέμμα με ρυάκι που μοιάζει,
σε παρασύρει και σε διατάζει,
σε αναμορφώνει σε συμμορφώνει,
το στέμμα σου βγάζει και σε λυτρώνει.

Στέμμα που φόρεσες να ξεχωρίζεις,
στον εαυτό σου που δε γνωρίζεις,
να τον ελέγχεις, να τον ορίζεις,
κοσμικό μοιάζει αστείο, δεν νομίζεις;

Είσαι λιγότερα από όσα νόμισες,
μα περισσότερα από όσα φαντάστηκες,
είσαι ό,τι ένιωσες κι όχι ότι πόθησες
είσαι όσα κέρδισες από όσα χαράμισες.

























Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Αρετή και τόλμη

Κάποιος κάποτε έγραψε πως θέλεις αρετή και τόλμη,
μα τι 'ναι η αρετή και τι 'ναι η τόλμη;
Αν σε χρωματίζει η μια πώς αλήθεια μπορείς να πορευτείς με την άλλη;
Αν γνωρίζεις τις παγαποντιές και τους κινδύνους αυτού του κόσμου,
τι σου μένει για να 'σαι τολμηρός;
Κι αν είσαι τολμηρός τι επίγνωση σου αναλογεί πάνω στον κόσμο;
Αν δε βλέπεις δε φοβάσαι..
Κι αν φοβάσαι είναι γιατί βλέπεις την ασχήμια αυτού του κόσμου να σε κυκλώνει.
Είναι γιατί αγγίζεις, μυρίζεις και γνωρίζεις ετούτο τον κόσμο στην πιο βαθειά
και σκοτεινή πτυχή του.

Πώς λοιπόν μου ζητάς αρετή και τόλμη;
Μου ζητάς να βλέπω την ασχήμια του κόσμου και να την παραβλέπω;
Μου ζητάς να κλείνω τα μάτια και να αυθυποβάλλομαι;
Γνωρίζεις πως όσο καλά και να παίζουμε τους ρόλους που διαλέγουμε συνειδητά,
όσο και αν καταφέρνουμε να πείσουμε το συνειδητό μας και τους γύρω μας
για την αλήθεια τους,
το υποσυνείδητο στέκει πάντα σιωπηλός θεατής στην παράσταση μας.
Κι όσο ταύτιση κι αν παρουσιάζει η ενσάρκωση του ρόλου μας,
όσο πιστευτό και να το κάνουμε, το υποσεινήδητο σαν
συνειδητοποιημένος θεατής, ποτέ δεν ξεχνά πως βρίσκεται σε παράσταση.
Σε παράσταση για ένα ρόλο.
Κι όσο κι αν αξίζει το έργο, ποτέ κανείς δεν αντέχει να το παρακολουθεί αιώνια.
Και το υποσεινήδητο τσινάει.
Και αρχινά να διαμαρτύρεται για την παράσταση και σιγά σιγά
σε φθείρει απ' τα μέσα σου, σου τραυματίζει κομμάτια και πτυχές που ποτέ δεν
γνώριζες πως είχες.
Κι όσο αρνείσαι να το ακούσεις και να το καταλάβεις, το υποσεινήδητο,
σαν κακό στοιχειό, πλυμμηρίζει την ύπαρξή σου με αμφιβολία και θλίψη.
Και σιγά σιγά σε τρώει όλον και περισσότερο, μέχρι να ρίξεις αυλαία,
στην άθλια πλέον παράστασή σου και να υποκλιθείς γυμνός μπροστά του.
Γυμνός μπροστά στον μοναδικό θεατή που ποτέ δεν κορόιδεψες, που δεν ξέχασε ούτε μια
στιγμή πώς βρίσκεται σε έργο.

Οπότε πώς λοιπόν να μου ζητάς να αυθυποβάλλομαι;
Δε θα μπορούσες.. Όχι, είσαι κάτι μεγαλύτερο από αυτό.
Τι μου ζητάς λοιπόν;

Ξέρεις πως τυφλός δεν είμαι. Ζητάς από την όρασή μου να γεννήσεις θάρρος.
Ζητάς το πιο δύσκολο.
Ζητάς να γνωρίζω το φόβο και να τον νικήσω.
Να μην τον αγνοήσω, να μην τον παραβλέψω, να γνωρίσω την ολότητά του
και την καθάρια δυναμή του και να σταθώ εμπρός του σαν μια κουκίδα στον
ωκεανό του απείρου του χώρου και του χρόνου και να του πω
"Σε γνωρίζω, σε ξέρω! Εγώ σε γέννησα κι εγώ σε έθρεψα.
Εγώ σου 'δωσα υπόσταση και ουσία κι εγώ τώρα στη στερώ!
Εγώ ο μικρός και αδύναμος κάνω την κουκκίδα της ύπαρξής μου μολυβιά
και θα σε στιγματίσω, θα σε μαυρίσω, θα σε διαγράψω.
Δεν είναι ότι δεν είχες ποτέ υπόσταση
Δεν είναι ότι δεν είχες ποτέ λόγω υπόστασης
Η ύπαρξή σου και ο κίνδυνος, ο λόγος της ύπαρξής σου
ήταν πέρα για πέρα αληθινοί.
Μα εγώ είμαι εδώ, είμαι στο τώρα μου
στο πιο σημαντικό τώρα για μένα στην άβυσσο των αιώνων,
στο μόνο τώρα που θα υπάρξει για μένα
και εγώ με τα γυμνά μου χέρια σε καθαιρώ,
εγώ με τα καθάρια λόγια μου με τάζω ανώτερό σου.
Εγώ σε γνωρίζω και σβήνω κάθε δύναμη που μπορείς να έχεις πάνω μου.
Εγώ δηλώνω παρών και καθαρίζω κάθε σπιθαμή της ύπαρξής μου
από το ζυγό σου.

Κι εσύ παίζεις την αιώνια μουσική σου
μα δε χορεύω στο ρυθμό σου,
εσύ τραγουδάς τα αιώνια τραγούδια σου
μα δε συγκινούμαι στο άκουσμά τους,
εσύ ψέλνεις τα αιώνια μυρολόγια σου,
μα σπιθαμή δάκρυ δεν κυλά στα μάγουλά μου...

Δεν είναι ότι δεν υπάρχεις...
Δεν είμαι ηλίθιος.
Απλά σε περιόρισα.
Δε σε αφόπλισα. Σε περιόρισα..
Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη μου νίκη κι είναι η μεγαλύτερη σου ήττα.
Δεν έχεις καμιά επίδραση πάνω μου"

Και έτσι μέσα από την αρετή κέρδισα την τόλμη.
Δεν γεννήθηκα με την τόλμη, δεν την απέκτησα ξαφνικά στο παζάρι της τυχαιότητας.
Γέννησα ο ίδιος την τόλμη μου μέσα απ' την αρετή.
Εγώ τη γέννησα, εγώ έχω πλήρη επίγνωση της φύσης και της σημασίας της.
Κι εγώ ύστερα την πάντρεψα με την αρετή.
Και τώρα ναι, μπορώ να σε κερδίσω.
Εσένα που μου ζητάς αρετή και τόλμη.
Τις γέννησα, τις έθρεψα και τις γαλούχησα και τις δύο, τη μία μέσα απ' την άλλη.
Είμαι πλέον έτοιμος για σένα.
Για σένα που κάθε που γεννιέσαι γεννάς τον εαυτό σου.
Έχω ότι μου ζητάς.
Εσύ;

















Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Το δέντρο με τους καρπούς της νιότης μου

Στέκομαι εδώ, δεμένος στο τώρα και εμπρός μου δεσπόζει
ένα δέντρο με τους καρπούς της νιότης μου.
Κι όσο δεν απλώνω το χέρι να αρπάξω έναν καρπό,
από δειλία ή από αναβλητικότητα,
ο καρπός χάνεται για πάντα στο χώμα
και δε θα τον δω ποτέ να ανθίζει μες στη χούφτα μου,
στο χρόνο που μου αναλογεί, στον μικρό περιορίσμενο ορίζοντά μου.

Κι οι καρποί είναι πολλοί και το πλήθος τους με ξεγελά,
με κάνει να νομίζω πως με παίρνει να χάσω αρκετούς,
το πλήθος τους καμουφλάρει την αξία τους.
Μα η αξία τους γραπώνεται στην κρίση της ανάμνησης
και κάθε καρπός που θάφτηκε στο χώμα, όσο κοιτούσα αδιάφορα αλλού,
τώρα τις νύχτες με επισκέπτεται και λόγο μου ζητά
"Γιατί δεν άπλωσες το χέρι να με αρπάξεις;; Γιατί δεν έζησες;;"
Κι εγώ σκύβω το κεφάλι, δειλός κι αδύναμος και κάνω να τραφώ
από το βάζο της νοσταλγίας και της μεμψιμοιρίας.
Κι ο καρπός μου γυρίζει το μάγουλο με οργή

"Εδώ που σου μιλάω κοίταξέ με!
Με 'χασες για πάντα. Κι ο χρόνος σου, ο χρόνος σας, αυτός ο κύκλος
στις στιγμές των αιώνων και του απείρου δε θα με αγγίξει, δε θα με γεφτεί,
δε θα με δει να ανθίζω, δε θα γνωρίσει ποτέ το μέλλον, το παρόν μου,
τις πιθανότητες και τις δυνατότητές μου.
Θα με ονειρευτείς.. Θα μου δώσεις σχήμα και υπόσταση..
Θα με νοσταλγήσεις για να μεθύσεις με ενδορφίνες.
Μα εμένα.. Εμένα..! Την αληθινή φύση μου δε θα την αγγίξεις ποτέ.
Δε θα τη βιώσεις ποτέ!
Με έχασες, όταν γύρισες αδιάφορα το κεφάλι, μες στην γούβα που διαγράφει
η τομή του απείρου χρόνου και ορίζει όσα έγιναν κι όσα δεν έγιναν ποτέ,
όσα υπήρξαν κι όσα θα υπάρξουν,
όσα είναι κι όσα δεν είναι.
Δε με έζησες τη στιγμή που ζούσα και σάπισα μέσα σου σκοτώνοντας ένα κομμάτι σου..
Καλή τύχη στα "εάν" και τα "πώς".. Καλή τύχη στα "γιατί" και τα "ναι όμως"..

Καλή τύχη στην προσπάθειά σου να νοσταλγήσεις τη φύση που φαντάστηκες για μένα.
Εγώ θάφτηκα βαθειά μες στο χώμα του φόβου και της αδράνειάς σου
και θα φυτρώσω ξανά εκεί, θα γεννηθώ ξανά και θα υψωθώ εμπρός σου
σαν κακή ρίζα απωθημένου και αμφιβολίας,
θα σε κυκλώσω, θα γατζωθώ πάνω σου,
θα σε πνίγω και θα σε δυναστεύω
μέχρι να με κλαδέψεις, το σάπιο κομμάτι σου,
ή να σε σύρω πίσω στο χώμα.
Εγώ δεν έζησα ποτέ. Ένα κομμάτι σου δεν έζησε ποτέ..."




















Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Ενοχλητικός γρύλλος

Ο χρόνος πέρασε και μας ξεγέλασε,
μη φύγεις έρχομαι, είπε και γέλασε,
δεν είναι εχθρός μας ούτε και φίλος,
στης ζωής το σκοτάδι ενοχλητικός είναι γρύλλος.

Αφημένος και ξεχασμένος
και μέσα στ' όνειρο παρατημένος,
ο νέος έγνεψε κι ύστερα άδειασε,
ο ήλιος του κουράγιου του για πάντα χάραξε.

Τα βλέφαρα σήκωσε και αναθάρεψε,
ο αέρας τον έθρεψε και τον ζωντάνεψε.
Όρεξη του δωσε να συνεχίσει
όσα το χθες γέννησε, το αύριο θα σβήσει.

Πώς στη μαυρίλα τρύπωσε χρώμα, είχε απορία,
λογικής είναι γέννα ή ωμή κυκλοθυμία;
Η ιδέα ζωής επιτέλους κατάλαβε, είναι μια τύχη,
τη μια θα λούζεσαι φως την άλλη ομίχλη.