Τραγουδάμε, φλερτάρουμε σαν να μη υπάρχει αύριο,
τρώμε, γλεντάμε, μεθάμε..
Στις πιο μοναχικές στιγμές μας κλαίμε, σιχτιρίζουμε,
απελπιζόμαστε, κοιμόμαστε..
Κι η καμπάνα χτυπά
Κι ύστερα ονειρευόμαστε, ξεχνάμε, παραμυθιαζόμαστε..
Κάνουμε κύκλους, ώσπου πεθαίνουμε,
ζώντας.. στην αμνησία κολυμπώντας για να επιβιώσουμε,
κάτι να νιώσουμε, να αισθανθούμε πριν ανταμώσουμε
το μόνο σίγουρο και μόνο μόνιμο,
το σκότος που υπήρχε και θα υπάρχει, κυκλώνοντας
την πολύτιμη στιγμή μας, την ύπαρξή μας..
Μια στιγμή στην αιωνιότητα, κατακλυσμένη από
πρέπει και από πρότυπα,
από μονοπάτια και ατροπούς,
από νόμους συνήθειας, καιροσκοπικούς και ανούσιους.
Κι η καμπάνα ξαναχτυπά
Η μίμηση διατάζει και η στιγμή μας ακολουθεί
και νιώθοντας οικεία προσποιείται πως δεν είναι στιγμή μα διάρκεια..
Μα στις πιο μοναχικές στιγμές μας δε μας ξεγελάει,
η διαρκειά της ξεθωριάζει και σβήνει
μπροστά στο εκτυφλωτικό προγενές φως του κόσμου.
Κι η αλήθεια ξεχειλίζει την ύπαρξή μας
ουρλιάζοντας να σπάσουμε τους δεσμούς που μας κρατάνε σκυφτούς.
Κι εμείς έχοντας συνηθίσει να ζούμε σκυφτοί,
μπροστά στο προγενές φως του κόσμου δειλιάζουμε..
Φιλάμε το χώμα που μας γέννησε, απλώνουμε τα φτερά
που ποτέ δεν χρησιμοποιήσαμε στο πάτωμα του χρόνου,
φτύνουμε μες στο βάζο που φυλούμε τα όνειρα και τις αναμνήσεις μας
και δηλώνουμε υποταγή σε μια μοίρα
που κατηγορούμε ως άδικη και ανώφελη.
Σκυρτοί σερνόμαστε στο έδαφος, δεχόμενοι το αναπόφευκτο,
έχοντας ζήσει μια ζωή φυλακισμένοι περιμένοντάς το.
Ποτέ δε σκιρτήσαμε, ποτέ δεν υπερβήκαμε το τετριμμένο..
Ποτέ δεν επαναστατήσαμε, ποτέ δε ζήσαμε,
ήμασταν πάντα το αναμενόμενο επιδόρπιο
στο γεύμα του θανάτου.
Κι η καμπάνα χτυπά
Και χτυπούσε πάντα για σένα, μα χτυπούσε πριν από σένα
και θα χτυπά μετά από σένα.
Δεν την επηρρέασες, μα σε καθόρισε.
Σέρνοντάς σε στον αλλωτριοτικό χορό της,
τραβώντας σε έξω από το καλούπι του είναι σου,
ξεσκίζοντας τη δομή και τη φτιάξη σου.
Για να χορέψεις με τους Άλλους.
Ένα κομμάτι χαρτί ξεθωριασμένο, νωπό στα δάκρυα του χρόνου,
κουβαλάει πάνω του το σχέδιο της καμπάνας.
Είτε χορεύεις στο ρυθμό της με τους Άλλους για μια ζωή,
είτε σε κυνηγάν τα θηρία της μοναχικότητας,
της τρέλας και της απομόνωσης.
Είτε το πιάτο της ζωής σου θα 'χει μια γεύση συμβιβασμού,
είτε θα μείνει άγευστο, ξινό και ανούσιο.
Είτε θα σκύψεις, είτε θα σβήσεις.
Κι η καμπάνα γελά, βλέποντας κούφιες συνειδήσεις,
να παλεύουν να αντιγράψουν βήματα,
να γίνουν αποδεκτοί, να χορέψουν για να μην πάψουν.
Κι η καμπάνα γελά κι εσύ γελάς,
γιατί γνωρίζεις πλέον πως η εναλλακτική δεν περιέχει δάκρυα,
γέλια, μουσική ή λύπη.
Μα αιώνια απραξία και κατατονία.
Και πιάνεις πρόσχαρος ένα μαχαίρι,
κόβεις ένα κομμάτι από το είναι σου και το
χαραμίζεις για να μπεις στο χορό που
υπόσχεται να σου χαράξει ζωή.
Κι έτσι περιφερόμαστε, χορεύοντας, ξεχνώντας σταδιακά
ποιος είναι ποιος και τι είναι τι.
Φιγούρα στη φιγούρα, μέχρι να γίνουμε φιγούρες,
να γδύσουμε από πάνω μας τον άνθρωπο
και να μείνουν από μας μόνο οι χαρακτηριστικές σκιερές κινήσεις μας.
Κι η καμπάνα χτυπά πιο δυνατά, πιο ρυθμικά,
μέχρι που να καλύψει κάθε αμφιβολία συνείδησης
και τα βήματά μας να σκεπάσουν τη μουσική του κόσμου
κι οι φωνές μας να χάσουν το χρώμα τους
κι οι σκιές μας ενωμένες να δείχνουν τη γη που πατούμε
λεία, στιλπνή, τέλεια πανομοιότυπη απ' άκρη σ' άκρη.
"Θάνατος στα χρώματα, σε ό,τι δίνει ταυτότητα στα εγκόσμια!.."
Ας ξεπετσιάουμε το πιο αγνό κι ανέγγιχτο κομμάτι μας.
Εδώ γλεντάμε ρε.. Εδω γλεντάμε
Και χτυπούσε πάντα για σένα, μα χτυπούσε πριν από σένα
και θα χτυπά μετά από σένα.
Δεν την επηρρέασες, μα σε καθόρισε.
Σέρνοντάς σε στον αλλωτριοτικό χορό της,
τραβώντας σε έξω από το καλούπι του είναι σου,
ξεσκίζοντας τη δομή και τη φτιάξη σου.
Για να χορέψεις με τους Άλλους.
Ένα κομμάτι χαρτί ξεθωριασμένο, νωπό στα δάκρυα του χρόνου,
κουβαλάει πάνω του το σχέδιο της καμπάνας.
Είτε χορεύεις στο ρυθμό της με τους Άλλους για μια ζωή,
είτε σε κυνηγάν τα θηρία της μοναχικότητας,
της τρέλας και της απομόνωσης.
Είτε το πιάτο της ζωής σου θα 'χει μια γεύση συμβιβασμού,
είτε θα μείνει άγευστο, ξινό και ανούσιο.
Είτε θα σκύψεις, είτε θα σβήσεις.
Κι η καμπάνα γελά, βλέποντας κούφιες συνειδήσεις,
να παλεύουν να αντιγράψουν βήματα,
να γίνουν αποδεκτοί, να χορέψουν για να μην πάψουν.
Κι η καμπάνα γελά κι εσύ γελάς,
γιατί γνωρίζεις πλέον πως η εναλλακτική δεν περιέχει δάκρυα,
γέλια, μουσική ή λύπη.
Μα αιώνια απραξία και κατατονία.
Και πιάνεις πρόσχαρος ένα μαχαίρι,
κόβεις ένα κομμάτι από το είναι σου και το
χαραμίζεις για να μπεις στο χορό που
υπόσχεται να σου χαράξει ζωή.
Κι έτσι περιφερόμαστε, χορεύοντας, ξεχνώντας σταδιακά
ποιος είναι ποιος και τι είναι τι.
Φιγούρα στη φιγούρα, μέχρι να γίνουμε φιγούρες,
να γδύσουμε από πάνω μας τον άνθρωπο
και να μείνουν από μας μόνο οι χαρακτηριστικές σκιερές κινήσεις μας.
Κι η καμπάνα χτυπά πιο δυνατά, πιο ρυθμικά,
μέχρι που να καλύψει κάθε αμφιβολία συνείδησης
και τα βήματά μας να σκεπάσουν τη μουσική του κόσμου
κι οι φωνές μας να χάσουν το χρώμα τους
κι οι σκιές μας ενωμένες να δείχνουν τη γη που πατούμε
λεία, στιλπνή, τέλεια πανομοιότυπη απ' άκρη σ' άκρη.
"Θάνατος στα χρώματα, σε ό,τι δίνει ταυτότητα στα εγκόσμια!.."
Ας ξεπετσιάουμε το πιο αγνό κι ανέγγιχτο κομμάτι μας.
Εδώ γλεντάμε ρε.. Εδω γλεντάμε