Ήταν
ένας ύπνος, τι μπάσταρδος ύπνος
Είδα
τον Νταλί να ζωγραφίζει την άσφαλτο με
παντιλίκια,
τον
Καζανόβα να αγκαλιάζει τη γυναίκα και
να φτύνει την προίκα.
O
Μότσαρτ λέει έκανε beat box στου MC Coolio την
κλίκα
κι
ο εμποράκος τη Βενετίας πάλευε μάταια
να μου σπρώξει μια αντίκα.
Η
Αλίκη με κοιτούσε χαπακωμένη με δυο
υδρόγειους για μάτια,
"ο
λαγός με 'φτυσε, μες στο παιχνίδι ξεχάστηκα
και 'χασα νιάτα".
Κι
η πεντάμορφη να τρέχει να ξεφύγει απ'
τον πρίγκηπα,
"ξέρεις
η ομορφιά, σου σκουριάζει τη λογική για
αντίποινα".
Κι
ήταν ένας ύπνος, τι μπάσταρδος ύπνος
Οι
νάνοι μαστουρώναν με φύλλα του δάσους
γεμίζοντας στάχτες,
"τίποτα
τίποτα Χιονάτη μου, στα ορυχεία το ξέρεις
είμαστε εργάτες"
κι
η Χιονάτη πουθενά, ένα όνειρο κατασκευασμένο
από έλλειψη
ο
Ήλιος που απλά κρύβεται, δε χάνεται στης
σκέψης την έκλειψη.
Ο
Κουασιμόδος ελεύθερος να κάνει φιγούρες
πάνω στα καμπαναριά
κι
ο Μιχαήλ Άγγελος να πίνει παίζοντας
χαρτιά με σκυλιά.
Η
Μουλάν να παλεύει μεγάλες στρατιές για
του λαού της το δίκιο
κι
η Αντιγόνη τους ζωντανούς σκλάβους να
κοιτάζει με οίκτο.
Κι
ήταν ένας ύπνος, τι μπάσταρδος ύπνος
Η
Ραπουνζέλ με χάιδεψε και μου ζήτησε να
σκοτώσω το δράκο
κι
εγώ έτρεξα το αθώο κυκλάμινο να σώσω
απ' το δάκο.
"Πού
τρέχεις βοήθα με, αν τη χάσω θα πιω το
δηλητήριο"
"όταν
η ζωή σου έχει δεσμά Ρωμαίο, ο θάνατος
δεν είναι μαρτύριο".
Κι
ο Βαν Γκογκ να τρέχει κυνηγώντας ανέμελα
πεταλούδες στα λιβάδια
"πάλι
κόκκαλο από το LSD, δεν τα αντέχει ο τύπος
της ζωής τα σκοτάδια"
μου
ψιθύρισε ο Νίτσε και με τράβηξε απ' το
χέρι να μου δείξει τον ήλιο
"αυτή
είναι όλη η αλήθεια σου, ρούφα πριν
σκοτεινιάσει στης ζωής το προσήλιο".
Κι
ήταν ένας ύπνος, τι μπάσταρδος ύπνος
Ο
Σωκράτης μου είπε "τι τώρα τι σε πέντε,
τι σε εβδομήντα χρόνια
μπροστά
στην αιωνιότητα σκάκι παίζει ο χρόνος
με εμάς για πιόνα".
"Για
αυτό ακουσέ με, μην κρύβεσαι μαζί μας
στα νοσταλγικά όνειρά σου
ξύπνα
και ζήσε και μάθε, ποτέ δεν είναι αργά,
"χτυπάω" φωνάζει η καρδιά σου".
"'Ωστε
ποτέ δεν είναι αργά, παρά μόνο αν είναι
αργά" μονολόγησε ο Έλιοτ,
"πιασάρικο
αυτό, θα γράψω ένα ποίημα, θα βγάλει
κλάμα και γέλιο".
Κι
ο Μπετόβεν να μας κοιτά και νας μας
παρατηρεί αποσβολωμένος,
δεν
καταλάβαινε, προσπαθούσε αλλά δεν
μπορούσε να ακούσει ο καημένος.
Κι
ήταν ένας ύπνος, τι μπάσταρδος ύπνος
Ο
Άμλετ να ρωτάει αγχωτικά "Να ζει
κανείς;", περαστικούς στην πλατεία
"παράτα
μας ρε πίθηκε" ενοχλημένος να απαντά
ο Δαρβίνος "ε ρε, μανία!"
Κι
ο Διογένης νας μας κοιτά και να μας
περιγελά με αυταρέσκεια
"εμένα
που με βλέπεις έχω γαμήσει Λαϊδα, δε σου
κοστίζει η ανέχεια".
Ο
Σίσσυφος ένα βράχο να προσπαθεί να
κυλήσει στην κορυφή
κι
η πονηριά μια πόρνη που σταδιακά σε
διαβρώνει με κάθε φιλί.
Ο
Μπαγκς Μπάνυ να κλέβει στα ζάρια τον
Ντοστογιέφσκι
κι
εκείνος να ουρλιάζει "είσαι άθλιος,
ίδιος με τη ζωή ψεύτης και κλέφτης!"
Κι
ήταν ένας ύπνος, τι μπάσταρδος ύπνος
Και
στελέχη πολυεθνικών να ντύνουν και να
στολίζουν τον Δον Ζουάν,
"από κορίτσια θα πλουτίσουμε, όσο για σένα ανταγωνίζονται και για σένα μεθάν."
Κι εκείνος να νιώθει ένας βάρος που αν όμως πετάξει θα μείνει τόσο άδειος
κι ο Κουασιμόδος που τώρα του κλείνει το μάτι να μοιάζει τόσο μεγάλος.
"από κορίτσια θα πλουτίσουμε, όσο για σένα ανταγωνίζονται και για σένα μεθάν."
Κι εκείνος να νιώθει ένας βάρος που αν όμως πετάξει θα μείνει τόσο άδειος
κι ο Κουασιμόδος που τώρα του κλείνει το μάτι να μοιάζει τόσο μεγάλος.
Ο
Σεφέρης μας δέχθηκε για λίγο στο τραπέζι
του πριν βάλει τις φωνές
κι
ο θείος Κάρλιν μας είπε ένα αστείο πριν
κάνει κήρυγμα για ηθικές εντολές.
Και
βρεθήκαμε στη Λευκάτα με τη Σαπφώ να
ισορροπεί πριν πηδήξει
"το
σώμα μου πέθανε σαν έμαθε πως εκείνος
ξανά ποτέ δε θα το αγγίξει".
Κι
ήταν ένας ύπνος τι μπάσταρδος ύπνος
Και
τώρα ξεμείναμε μόνοι, στα έσχατα του
απόκοσμου και του αλλόκοτου
ο
Ελύτης, ο Βάρναλης, ο Πικάσο κι ο Καρυωτάκης
που δεν τον άφηνες μόνο του.
"γιατί
να αγκαλιάσεις το μαύρο Πάμπλο, το λευκό
της ζωής πιάσε με λάσο"
"o
καθείς ζει απ' τα μάτια του", ειπ' ο
Κωσταντής, "ένας αυξάνει, άλλος πάει
πάσο".
Και
σιγή έπεσε καθώς είδαμε να γεννιούνται
τόσοι κόσμοι όσοι και οι ανθρώποι,
"μα
είν' άλλο πράμα" είπε ο Σπινόζα, "η
υπόσταση κι άλλο οι επήρειες και οι
τρόποι".
"Συγνώμη
κύριοι, αρκετά οι μαλακίες, ας απολαύσουμε
μια πενιά του Μάρκου"
μας
διέκοψε ο Μάνος, κάθισε στο πιάνο και
θυμηθήκαμε πως ζούσαμε κάπου κάπου.
Κι
ήταν ένας ύπνος, τι μπάσταρδος ύπνος