Κάθε βράδυ
χορεύω με την τρέλα κάτω απ' το σεληνόφως.
Την κοιτάζω
να μου γνέφει απ' την άκρη του πάλκου,
πλησιάζουμε, αγκαλιαζόμαστε
και κρατώντας
πάντα μια απόσταση αφηνόμαστε στη
μελωδία που κεντά το βιολί της γνώσης.
Μετρά τα
βήματά μου και μετρώ τα δικά της, κρατάω
την ισορροπία μου,
με καλεί να
αφεθώ στην αγκαλιά της, σμίγω τα μάτια,
την κοιτώ και γνέφω αρνητικά.
Εσύ κι εγώ έχουμε ξαναβρεθεί πολλές φορές εδώ,
παλεύοντας να κρατήσουμε ισορροπία
σε ανισόρροπους
ρυθμούς, σε ανισόρροπους καιρούς.
Η μάχη
κατάντησε βίωμα και συνήθειά μας.
“Ξέρεις
γιατί βρίσκεσαι εδώ, μην το αρνείσαι.
Αυτό το club, η δρύινη πίστα,
η ακούρδιστη
μπάντα που παλεύει να σε ξεγελάσει να
χάσεις τα βήματά σου,
τα εφήμερα ρούχα
που λιώνουν πάνω στο εφήμερο είναι σου,
το φεγγάρι που φωτίζει το πρόσωπό σου,
εγώ, ακόμα κι εσύ ο ίδιος,
όλοι ανήκουμε
στον κύριο Θάνατο”, μου λέει.
Καθισμένη
στη γωνία του πάλκου με κοιτά χαμογελώντας
η σωφροσύνη, γνέφοντάς μου
“έχεις τόσα
πολλά ακόμα να μου δώσεις”
κι η τρέλα
μου γυρίζει βίαια το μάγουλο ψιθυρίζοντάς
μου
“έχω από
τόσα πολλά να σε απαλλάξω”
και για λίγο χάνω το βήμα μου..
και για λίγο χάνω το βήμα μου..
Ο χορός δε
σταματά μέχρι που η εξάντληση να τον
νικήσει.
Καθώς η
χορωδία χαμηλώνει κι η μπάντα σωπαίνει,
τα μάτια μου που κλείνουν
μια αυλαία
που πέφτει.
Κάθε πρωί
καλούμαι να βουτήξω στη θάλασσα της
ανθρώπινης ασχημοσύνης.
Αγκαλιάζω
το όνειρο σφιχτά και γυρίζω την πλάτη
μου. Κλείνω τα μάτια.
Και γεννάω
όσα όνειρα μπορώ.
Μέχρι που η
πηγή των ονείρων στερεύει και νερό ζωής θα βρω πλέον
μόνο στη θάλασσα.
Πατάω τα
πόδια μου γερά στο έδαφος. Τα σφηνώνω,
να νιώσω στέρεος, να σιγουρευτώ ότι η
βραδυνή μου ντάμα και η μπάντα της δεν
κρύβονται κάπου στο περιθώριο.
Και όταν
νιώσω Εγώ, βουτάω στη θάλασσα.
Την ασχημοσύνη
της σπάνε τα νησιά της ομορφιάς.
Τα νησιά
της Ηθικής, της Αγάπης.
Νησιά όπου
οι υποστάσεις δε διαχωρίζονται παρά ενώνονται σε μια και μοναδική
υπόσταση,
τέτοια ώστε πια το φίδι να μην
μπορεί να δαγκώσει αφού τα πάντα είναι
σώμα του.
Νησιά που
νιώθεις στέρεος, ασφαλής, ήρεμος.
Και ύστερα ξαναβουτάς.
Γιατί;
Και ύστερα ξαναβουτάς.
Γιατί;
Μήπως είναι
η μέρα ένα αναπόφευκτο πέρασμα της θάλασσας;
Μήπως έχεις
συνηθίσει και εθιστεί στην αρμύρα που
σε διαβρώνει απ' τα μέσα σου;
Ή μήπως..;
Γιατί κλείνεις τα αυτιά;
Τα μάτια σου διαβάζουν τα χείλη μου
Τα μάτια σου διαβάζουν τα χείλη μου
και ματοτσίνορα
δεν έχεις, να τα κλείσεις, απ'την πλευρά
του μυαλού.
Ή μήπως ένα
κομμάτι σου είναι βρώμικο και ανήκει
στη θάλασσα, θρέφει τη θάλασσα,
ζει απ'τη
θάλασσα, είναι θάλασσα, όσο την
κοιτάζει αφ' υψηλού;
Αυτά τα
στιλπνά λέπια σχηματίστηκαν πάνω στο
παρθένο δέρμα σου
από ανάγκη
ή από επιθυμία;
Κι όσο οι
ερωτήσεις διαδέχονται η μία την άλλη,
ρυθμικά σιγά σιγά στήνουν το χορό τους
πάνω στα λαμπιρίσματα του φεγγαριού
που ξεπροβάλει πίσω από τα σύννεφα του φόβου
σαν φωτιά που καίει σιγά σιγά το καντήλι του χρόνου,
σαν φωτιά που καίει σιγά σιγά το καντήλι του χρόνου,
μέρα τη μέρα,
σούρουπο το σούρουπο.
Κι όσο η
μπάντα παίζει το γλυκό ρυθμό της και οι
ερωτήσεις χορεύουν,
άλλες έντονα άλλες
σεμνότυφα, πίσω απ' τις φοινικιές της
μνήμης με κρυφοκοιτά εκείνη.
Έτοιμη να με
ζητήσει στον απόκοσμο χορό της, η χαμηλοβλεπούσα ντάμα
μου.
Ντρέπεται
γιατί είναι Εγώ. Τρέφεται και δυναμώνει
απ' την αμφιβολία μου.
Θα αντέξω
αυτό το βράδυ τα βήματά της;
Όσο έχω θάρρος
δε θα 'ρθει.
Μα αν το θάρρος μου είναι αντικατοπτρισμός του φόβου μου;
Μα αν το θάρρος μου είναι αντικατοπτρισμός του φόβου μου;
Γιατί να
υπάρχει, γιατί να ορίζεται το θάρρος,
αν δεν υπάρχει γνώση άρα ύπαρξη του
φόβου;
Αμφιβάλλω
για το θάρρος μου;
“Πώς; Ελεύθερος είμαι ναι. Ας χορέψουμε”
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου