Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Μια υγιής σχιζοφρένεια



Εαυτέ ένεκεν η ώρα ετούτη
που για λίγο το κούφιο μου Εγώ θα σε αποχωριστεί
Σα να σαι άλλος δυο λόγια θα σου πω
Κάθισε μαζί μας για λίγο στο τραπέζι
Κοίτα γύρω σου, είναι οι πτυχές σου σε πρόσωπα πλασμένες
Μη σκιάζεσαι ποιοι είναι όλοι αυτοί
Με το κύλημα του χρόνου καμπόσους θα γνωρίσεις

Πολλάκις Εαυτέ δεν έπραξες ορθά
μα με δυο λόγια μάταια και παραπλανητικά τη Συνείδηση μου ξεγελάς
Νοιώθεις τότε ευφορία μα είναι πλάνη η αγκαλιά
Κοίταξε την στα δεξιά
Πλέον πονηρεμένη στο ‘’εδώλιο σε στήνει’’ και περιτράνως πια σου λέει
-‘’Τόση η γνώση για το Εγώ σου
-όση και η γνώση του ψαριού για το δικό του σπίτι, τον Ωκεανό’’

-Για τιμωρία στο Ήθος εσπευσμένα κάνει λόγο
Τι έγινε Εαυτέ ;
Σε βλέπω αγχωμένο, νευρικό, δε θες μάλλον συναναστροφές
Μα αντίκρυ σου το Τέρας βλέπεις να μας χαιρετάει
Λοιπόν πως θα αμυνθείς σ αυτό;
Ή μήπως η παρουσία του σε κολακεύει ;

Θέλω πολλούς να σου συστήσω Εαυτέ
Κοίτα παράμερα αυτούς τους δύο
Η μία άσημος , είναι η Απλότις
Δεν αρέσκεται σε στοχασμούς και σκέψεις
Λίγο πιο δίπλα μία λόγιος, η Σύνθεσις
σε έναν αγώνα διαρκή άξια να φανεί

-‘’Μη σκοτίζεσαι κάποια να διαλέξεις και μη φοβάσαι πως έχθρα μεγάλη έχουν’’
-‘’Όλοι είναι αδέρφια, όλοι κατιτίς συνεισφέρουν’’
-Λόγια καθησυχαστικά άκουσε ο Εαυτός
Τι σου ψιθύρισε η Ισορροπία τον ερωτώ
‘’Τίποτα’’ μου απάντησε για να συνεχίσω τον ειρμό

-Μια βροντερή φωνή ξεπήδησε τότε μέσα από τον όχλο
-‘’Ειι..!! Για πάλι έξω το βαλες ; ‘’
Λίγοι να ξέρεις την πόρτα εκεί μπορούν να τη διαβούν
και ο Καθρέφτης έχει το χάρισμα αυτό
Εύκολα δε γελιέται και την εικόνα μας σε τρίτους με καμάρι διηγιέται 

-Σαν την πόρτα κλείνει το κλίμα γίνεται βαρύ και η ατμόσφαιρα αποπνικτική
-‘’Είμαστε φυλακισμένοι σε δαύτο το μπουντρούμι;’’
-‘’Και τι θα απογίνουμε;’’
Ερωτήματα αμέτρητα σε κατακλύζουν Εαυτέ
-Είναι εκείνη η στιγμή που το δάπεδο τραντάζεται, τα κρασιά ευθύς στο τραπέζι χύνονται
-τα φώτα τρεμοσβήνουν και τα φωτιστικά μοιάζουν σαν εκκρεμές που ταλάντωση εκτελεί
-Ρυάκια, απέραντες πράσινες εκτάσεις, καταγάλανος ουρανός και δυο πελώρια βουνά σα να μας προστατεύουν συνθέτουν πλέον το τοπίο
-‘’Σας αρέσει εδώ ή αλλού να πάμε;’’ ρώτησαν στο τραπέζι το Όνειρο και η Ελπίς

-Νοιώθεις πλέον δυνατός και την πλάτη σου δείχνεις επιδεικτικά σε κάθε πρόσωπο μουντό
-Τη Στεναχώρια λες δε μπορεί τη διώχνω πέρα μακριά
Μα μήπως είσαι αγενής και αυτό σου επιστραφεί ;

Σου μιλώ, δε με κοιτάς . Ποια παρουσία την προσοχή σου αποσπά ;
-‘’Αυτή εκεί! Είναι τόσο φλογερή, σα να αναβλύζει από μέσα της αέναη ζωηράδα’’
Είναι η Ανησυχία Εαυτέ και οι σκέψεις της κοχλάζουν
σαν την καυτή τη λάβα μέσα στον κρατήρα πριν να εκραγεί
Μα η πιο βαθιά η σκέψη της
μήπως είναι τελικά έρμαιο της Νιότης
και έτσι μια μέρα μας αφήσει και τη θέση της στην Απάθεια παραχωρήσει

Θέλω πολλούς να σου συστήσω Εαυτέ
Λίγη είναι όμως η άμμος που στην κλεψύδρα έχει απομείνει
Κλείνοντας μονάχα να σου πω
πως με άγνωστα πρόσωπα θα βρεθείς και με άλλα γνώριμα θα λυθείς
Εσύ είσαι όμως ο εκλεκτός, ο πρεσβευτής αυτών και Εγώ απλώς το αποτύπωμα σου
Σαν Ένα πριν γίνουμε πάλι Εαυτέ ας ξέρεις …
Με μια παρουσία ποτέ δε θα ειδωθείς αλλά απουσία μην την πεις
Αυτά σα σου είπα προσμένω από σένανε καρτερικά
τους συνοδοιπόρους σου να δω σα μαζί θα ταξιδέψετε, μαζί θα περιπλανηθείτε
στην ατέρμονη αναζήτηση της μίας, της μοναδικής Αλήθειας

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Άλλο ένα λάθος





Άλλο ένα λάθος, στον ενθουσιασμό μου το έταξα
το χάδι που με κοίμιζε από πείσμα το πέταξα

Άλλο ένα λάθος, παλιό μου απόκομμα που ξέθαψα
την αγάπη που με ζέσταινε στην πυρά μου την έκαψα

Άλλο ένα λάθος, αφού καιρό τώρα δεν έψαχνα
με έχανα το παραδέχομαι, γι αυτό κι ούτε σε ξέχασα    

Άλλο ένα λάθος που σαν φόρεμα, μου ταίριαξα.



                             Πριν να γυρίσω από ψηλά για να σας συναντήσω                             
είχα στο νου μου τόσα ωραία 
κι εσείς φαινόσασταν τόσο μικροί     
δε φαντάστηκα ποτέ πως θα 'ταν να κάνω πίσω
πόσο αταίριαστοι είναι οι κόσμοι και ανυπότακτοι οι καιροί.
Μέσα τους όμως βρίσκεσαι, σ' αυτούς οφείλεσαι
δε φτάνει να κοιτάς, να ξεφυσάς και να οδύρεσαι
κάνε τους κόμπους σου τριχιά με μεράκι
σύρε το φόρτο σου στο δρόμο σου
στην αφεντιά σου να αράζει 
φτιάξε δικό της παγκάκι.

Διαμαρτύρεται όποιος χειραγωγείται
ο οποίος ενδιαφέρεται μόνο όταν αδικείται
να 'ξερα που τριγυρνάς όταν κοιμάσαι
τον φοβισμένο να βοηθάς και να φοβάσαι 

Η ανεπάρκεια που βλέπεις τριγύρω σου 
κρύβεται μέσα σου
ό,τι αλλάζει, στο βλέμμα σου
όλα τα στάσιμα, στα όλο και λιγότερα ρέστα σου

Καρφώθηκες σε μια βιτρίνα
χωλαίνεις κάτω απ' την απρόσωπη μπέρτα σου
πιες σε σκόνη γάλα
κρύψου κάτω απ' την κουβέρτα σου

Έχω πολλές ερμηνείες να σου δώσω
όχι για να σε πείσω
για να 'χεις ερεθίσματα να ασχολείσαι
να σε κεντρίσω πριν σε αφήσω

Δεν έχω αντοχή ούτε ανέχεια
τα αφήνω όλα στη μέση
για να έχουν συνέχεια

Δημιουργώντας αντιφάσεις
για την αντίληψη της φάσης
μέχρι που άραγε μπορείς να φτάσεις?

Το φτάνω στα άκρα
να δω αν αντέχει
και πόσο απ' αυτό που θέλω απέχει

-Κι άμα σπάσει;

-Μάθε πως να ζεις και χώρια
μάθε ό,τι καταστρέφεις, πώς μπορεί να φτιαχτεί
κάνε το λάθος και μάθε τα όρια


Παίζω τη μουσική μου στο αθόρυβο
κι όμως, άκου θόρυβο!
Το μάτι μου είναι αιμοβόρικο
κρατάω στουπί και βορικό οξύ
κι έχω ψύλλου πήδημα για κάθε εμπόδιο

Είμαι πουλί πάνω απ του κόσμου τη βοή
και ερπετό στου κάτω κόσμου την αυλή
είμαι η φωνή που της αρέσει να οδηγεί

και σε χρειάζεται για να υψωθεί


Μόνος φίλος μου το διάβασμα
αδιάβαστος κι αν είμαι
Μη διαμαρτύρεσαι και τα σκατά καλά είναι
από μέσα σου βγαίνουν κι αυτά - ψυχαναγκαστικοί συνειρμοί αγνοούνται
όλα τα αθάνατα από μέσα σου γεννιούνται

-Το κατάλαβες εδώ το λάθος;
-Όχι, ποιο είναι;

-Δεν θυμάμαι

-Δεν πειράζει! 
Αλλάζει το ύφος μου κινείται
οπότε άστο να αιωρείται.

-Τι μας διαχωρίζει τελικά; Τι μας σπρώχνει μακριά;
Εγώ ένα σπίρτο και εσύ νταλίκα μπαρούτι
Πως να μη γίνει το Μπαμ;
-Το ακούς το ούτι;
-Μη γυρίσεις!
Χαμένοι στις οστικές δονήσεις
δοσμένοι στις αστρικές παρεμβολές
ταγμένοι στις αστικές περιπλανήσεις
ξεχνάω το στρες
αφού πάντα δίνω πληρωμένες απαντήσεις
εκτός από μερικές φορές. 

Άλλο ένα λάθος, στον ενθουσιασμό μου το έταξα
το χάδι που με κοίμιζε από πείσμα το πέταξα
Άλλο ένα λάθος, παλιό μου απόκομμα που ξέθαψα
την αγάπη που με ζέσταινε στην πυρά μου την έκαψα
Άλλο ένα λάθος, αφού καιρό τώρα δεν έψαχνα

με έχανα το παραδέχομαι

γι αυτό κι ούτε σε ξέχασα    
      
Άλλο ένα λάθος που σαν φόρεμα, μου ταίριαξα..

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Ενός λεπτού σιγή

 Ενός λεπτού σιγή
 για την αναβολή
 φιλιών, ερωτικών πράξεων, συζητήσεων.
 

 Ενός λεπτού σιγή
 για τους αθώους
 που μαστιγώθηκαν και τελικά υπέκυψαν
 στους πολύ προσωπικούς τους φόβους.
 

 Ενός λεπτού σιγή
 για τους ονειροπόλους
 που ενθουσιάστηκαν τοσο πολύ στη ιδέα
 ώσπου το γεγονός τους προσπέρασε επιδεικτικά,
 υπενθυμίζοντας τους πόσο βάρβαρο είναι να ζείς με ελπίδα.
 

 Ενός λεπτού σιγή
 για τα εσωστρεφή κορμιά
 που πλέον είναι ανίκανα να δεχτούν ερεθίσματα
 και ειναι καταδικασμένα στην λήθη.
 

 Ενός λεπτού σιγή
 για το σήμερα
 του οποίου οι παρορμήσεις και επιθυμίες μας
 γίνανε στίχοι ενός ακόμα θλιμμένου ποιήματος.
 

 Ενός λεπτού σιγή
 για την τρελή αυταπάτη μου.
 Η ασημένια λάμψη που κάποτε είδα στην ήρεμη θάλασσα,
 δεν ήταν μαργαριτάρια του βυθού
 παρα μόνο η αντανάκλαση μιας ακόμα μίζερης πανσελήνου.

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Ο μύθος της Αριάδνης




Ο Φώτης ζούσε στην Αθήνα τα εννιά τελευταία χρόνια. Αρχικά ως φοιτητής και στη συνέχεια, μη θέλοντας να γυρίσει Άρτα στον πατέρα του, ως υπάλληλος σε μια διαφημιστική εταιρία.
Τα χρήματα ήταν καλά για να μπορεί να ζήσει όπως ήθελε, αλλά ένιωθε πως η δουλειά εκεί του ρουφούσε την ανάγκη του για δημιουργικότητα. Ένιωθε πως έχανε τα καλύτερά του χρόνια, σε μια ζωή που δεν του άρεσε, τον έπνιγε, σπαταλούσε τις δυνατότητές του. Και είχε επίγνωση πως οι δυνατότητές του αυτές δε θα ταν αιώνιες. Είχε επίγνωση της γήρανσης, των μικρών θανάτων κομματιών του εαυτού του, είτε εξωτερικών όπως τα χαρακτηριστικά του και η δύναμή του, είτε εσωτερικών, όπως των δεξιοτήτων του, της δύναμης της σκέψης του, ακόμα και της συναισθηματικής αντοχής του, στην πορεία προς τον ολοκληρωτικό θάνατο.

Η μητέρα του είχε πεθάνει στη γέννα. Μεγάλωσε μόνος με τον πατέρα του στην Άρτα. Ο πατέρας του ήταν τώρα 49 χρονών. Οι φοβίες του Φώτη, μέρα με τη μέρα εντείνονταν. Ένιωθε να χει δεχτεί ένα δώρο, αυτό της ζωής, του οποίου την αξία και χρησιμότητα δεν ήξερε, παρά μόνο όταν την έχανε. Και όσο μικρά κομμάτια της ζωής του φεύγαν ανεπιστρεπτί και τότε μόνο καταλάβαινε πως θα θελε να τα χει αξιοποιήσει, του γεννιόταν η επίγνωση πως έτσι θα κυλούσαν όλα μέχρι το θάνατό του. Ποτέ ο χρόνος του δε θα ταν αρκετός. Πάντα θα ήταν στο σωστό σημείο για να σχεδιάσει ή για να αναπολήσει αλλά ποτέ για να ζήσει.

Γνώρισε τότε την Αριάδνη. Χωρίς να ξέρει πολλά για αυτήν την ερωτεύτηκε γρήγορα. Καστανή, με μακριά κυματιστά μαλλιά, γαλάζια μάτια κι ένα μεγάλο μελαγχολικό χαμόγελο που ρουφούσε τη μελαγχολία του Φώτη και του δινε για πρώτη φορά ελπίδα και νόημα. Ένιωθε πρώτη φορά στη ζωή του, παρών.
Δε χρειάστηκαν πολλά, μέχρι να πάρει την απόφαση να την ακολουθήσει στο χωριό της. Η Αριάδνη είχε έρθει μόνο για 6 μήνες Αθήνα για ένα σεμινάριο και έπρεπε να επιστρέψει στο χωριό της όπου ζούσε με τον αδερφό της. Ο Φώτης ζύγισε τις επιλογές του, είχε από τη μία το γνώριμο έδαφος τη άκαρπης γνώσης και σχεδιασμού του κάθε κομματιού μιας ζωής που ποτέ δε θα τον άφηνε να την αγγίξει ολοκληρωτικά και από την άλλη το άγνωστο, λυτρωτικό και απελευθερωτικό χαμόγελο της Αριάδνης που ερχόταν σε σύγκρουση με κάθε συνειδητή του σκέψη και λογική, αλλά σε πλήρη αρμονία με τις ενστικτώδεις επιθυμίες του.

Πήρε τηλέφωνο τον πατέρα του να του πει τα ευχάριστα, αλλά δεν τον βρήκε. Μετά από 2 μέρες έφτασαν στο χωριό της Αριάδνης. Διέσχισαν την κοιλάδα ανάμεσα σε 2 δυσθεώρητα βουνά, με μια μουντή ομίχλη να σκεπάζει τον ουρανό τους και ήχους από ρυάκια και πηγές να συνοδεύουν το ταξίδι τους. Η κοιλάδα στένευε όσο ανέβαιναν ενώ εν τέλει πέρασαν πάνω από έναν λοφίσκο. Το χωριό ήταν ένα πράσινο λεκανοπέδιο ανάμεσα στα δυο βουνά, που έσμιγαν τα τέλη τους, και του λοφίσκου. Όπου και να κοιτούσε γύρω του έβλεπε πελώρια δέντρα, πολύ πράσινο πάνω στα βουνά και μια ελαφριά απόχρωση του γκρι της ομίχλης να καθορίζει την οπτική των πραγμάτων. Παντού είχε υγρασία, αλλά όχι αυτή την αρρωστημένη υγρασία της πόλης, μα μια υγρασία ζωής, γεννημένη από πηγές, ρυάκια και ένα ελαφρύ ψιλοβρόχι που ερχόταν κι έφευγε περιοδικά. Το χωριό αυτό του δίνε την αίσθηση της ηρεμίας του θανάτου.
Ποιος να το περίμενε ότι θα χρωμάτιζε με τόση ζωή το θάνατο στο μυαλό του;

Οι κάτοικοι του χωριού τον κοιτούσαν καχύποπτα, πράγμα που του φαινόταν φυσιολογικό, μιας και φάνταζαν πλήρως αποκομμένοι από τον πολιτισμό και η ίδια η δομή του χωριού τους ήταν σαν φυσικό φρούριο που απαγόρευε σε μη μυημένους να εισβάλλουν. Στο σπίτι ο αδερφός της Αριάδνης, καθάριζε το τόξο του, το οποίο όπως είπε χρησιμοποιούσε για κυνήγι, μιας και δεν του άρεσαν οι σύγχρονες μέθοδοι κυνηγιού. Ο Θεοδόσιος ήταν νέος 30 χρονών, λίγο κοντύτερος του Φώτη, με ίδιο χρώμα μαλλιών και ματιών. Το βράδυ που μείνανε οι δυο τους να συζητήσουν, όταν έφυγε η αρχική τρεμούρα της πρώτης γνωριμίας, ο Φώτης διέκρινε στο Θεοδόσιο πολλά δικά του στοιχεία. Ένιωσε να καθρευτίζεται σε έναν άνθρωπο που δεν είχαν κανένα κοινό σημείο επαφής και αυτό τον ξένισε. Πόσο γνώριζε τελικά τον εαυτό του;

Το βράδυ στο σπίτι δεν μπορούσε να κοιμηθεί άνετα. Αισθανόταν πως δεν είναι μόνο οι τρεις τους στο σπίτι. Αισθανόταν στο σπίτι μια, αδιευκρίνιστης μορφής, ξένη παρουσία.
"Για όνομα, ώρα είναι στα 30 να αρχίσουμε να πιστεύουμε στα φαντάσματα", σκέφτηκε.
Καθώς ένα επίμονο δροσερό αεράκι, γρύλιζε στην εξώπορτά του, κάνοντας τα κουδούνια των ζώων να χτυπούνε περιοδικά και ανεπαίσθητα, ο Φώτης αποφάσισε να κατέβει, να περπατήσει το σπίτι στην νύχτα για να αποδείξει στον εαυτό του, ότι η παρουσία που ένιωθε δεν ήταν τίποτα άλλο από τον φόβο του για την μεγάλη αλλαγή στη ζωή του, κεκαλυμμένο από το υποσυνείδητό του, σε μια ανθρώπινη φοβία.

Στο σαλόνι είδε την πολυθρόνα μπροστά από το τζάκι να κινείται και το τζάκι αναμμένο. Ένα σύγκρυο σκαρφάλωσε στη ραχοκοκκαλιά του. "Κάθισε", του ψιθύρισε η παρουσία που καθόταν στην κινούμενη πολυθρόνα. Ο Φώτης σαστισμένος, ώντας αιχμάλωτος σε μια κατάσταση που παρόμοιά της δεν είχε ξαναβιώσει, παραδομένος στις επιταγές της παρουσίας, κάθισε.
"Λοιπόν, τι κάνει ο Νικολάκης;"
Ο Φώτης δεν αποκρίθηκε, μη γνωρίζοντας τι εννοούσε η παρουσία. Όσο περνούσε η ώρα και ο Φώτης συναρμονιζόταν με το χώρο, αποκτούσε περισσότερη σιγουριά στον εαυτό του και τις κινήσεις του, ενώ παρατήρησε πως η "παρουσία" ήταν ένας 30άρης, με ένα σημάδι από θηλιά στο λαιμό, μεθυσμένος, που κοιτούσε επίμονα τη φωτιά στο τζάκι και δεν ενδιαφερόταν τόσο για το Φώτη.
"Τι κάνει ο Νικολάκης; Μαθαίνω ότι εγχειρίστηκε πρόσφατα. Πώς είναι; Είναι δύσκολα αυτά στον εγκέφαλο σε τέτοια ηλικία."
Ο Φώτης για άλλη μια φορά βγήκε βίαια από την ηρεμία του και έμεινε να κοιτάζει την "παρουσία".
-Πώς;;; Ποιος είσαι; Πώς ξέρεις (είπε και σκέφτηκε το ανεύρισμα του πατέρα του, από το οποίο εγχειρίστηκε πρόσφατα); Δεν έχω πει τίποτα στην Αριάδνη".
-Δεν ξέρεις ακόμα τίποτα, ε Φώτη;
Είχα διαβάσει ένα ποίημα μικρός. 'Ελεγε "ο θάνατος θα σε φυλακίσει για να σε αποδεσμεύσει, συνήθισέ το". Πες στον Νικολάκη μου ότι τον αγαπώ.
Είπε, πρωτού κατέβει η Αριάδνη και με βία διώξει τον άγνωστο απ' το σπίτι. Όπως είπε αργότερα στο Φώτη ο άγνωστος αυτός ήταν από παλιά ερωτευμένος μαζί της και της έκανε τη ζωή δύσκολη όποτε μεθούσε.
Το επόμενο πρωί πήρε πάλι τηλέφωνο τον πατέρα του αλλά δεν απάντησε.

Ο καιρός περνούσε στο χωριό. Οι κάτοικοι αντιμετώπιζαν τον Φώτη με καχυποψία και φόβο και δεν είχε καταφέρει να έρθει σε ουσιαστική επαφή με κανέναν. Μια μέρα είδε έναν 30άρη νέο να ζωγραφίζει στο κέντρο της πλατείας, το πορτρέτο ενός κατοίκου. Η υπογραφή του, αλλά και η τεχνοτροπία του θύμισαν έναν παλιό πίνακα που είχε δει μικρός στο σπίτι του στην Άρτα. Αυτός ο πίνακας ήταν το καμάρι της οικογένειας, τον είχε ζωγραφίσει ο παππούς του παππού του πατέρα του Φώτη, ο οποίος ήταν μεγάλος ζωγράφος περί το 18ο αιώνα στο Ναύπλιο.
Κατά καιρούς έβλεπε πράματα και ανθρώπους στο χωριό που του θύμιζαν γεγονότα και περιστατικά από την παιδική του ηλικία, το σπίτι του, τον πατέρα του. Τον παππού του δεν τον είχε γνωρίσει, κρεμάστηκε στα 50 του πριν γεννηθεί ο Φώτης.
Ένα βράδυ γυρνώντας σπίτι είδε κάτι που τον γονάτισε. Στον καναπέ μπροστά από το τζάκι ξαπλωμένος ο Θεοδόσιος και από πάνω του η Αριάδνη, να τον φιλάει. Ο Φώτης ένιωσε προδομένος και πάγωσε. Το μόνο που του χε μείνει να κάνει ήταν να κλάψει.
Η αγάπη ήταν το αντίδοτο του για το φόβο του για τo εφήμερο της ζωής αλλά ξέχασε πως και η αγάπη ακόμα, δεν είναι αιώνια.

Σκέφτηκε πως η Αριάδνη δεν τον υπολόγισε, δεν τον σκέφτηκε σαν άνθρωπο, έβαλε την απόλαυσή της πάνω από την αξιοπρέπειά του. Και τι νόημα έχει μια ζωή όπου αν το μοναδικό που αξίζει, δηλαδή η αγάπη, δεν μπορεί να σε λυτρώσει από τα εγωιστικά ένστικτά σου; Τι νόημα έχει μια ζωή που δεν μπορείς να βάλεις τον άλλο πάνω από σένα και κατ' επέκταση δε θα σε βάλει κανείς πάνω από τον εαυτό του; Τι νόημα έχει μια ζωή που ουσιαστικά είναι μια μοναχική πορεία προς το θάνατο; Όσο βυθιζόταν στις σκέψεις του, ένιωσε το άγγιγμα της Αριάδνης, να ζεσταίνει το παγωμένο χέρι του.
"Κάθισε", του είπε. "Ξέρω πως νιώθεις τώρα. Νιώθεις εκτεθειμένος σε μια ζωή που ο θάνατος γέννησε τον εγωισμό, για να μην μπορείς να τον νικήσεις μέσα από την αγάπη. Μα για σκέψου. Σκέψου μια ζωή χωρίς το φόβο του θανάτου. Τότε δε θα ελευθερωνόμασταν από τα εγωιστικά μας ένστικτα, τα οποία γεννάει η ανάγκη μας για επιβίωση; Τότε δε θα μπορούσαμε να ζήσουμε με αγάπη;".
Ο Φώτης μην μπορώντας να αντιληφθεί τι γίνεται γύρω του και τι του λέει η Αριάδνη, σήκωσε αργά το κεφάλι του και την κοίταξε. Ένα αίσθημα προδοσίας πλημμύρισε τη σκέψη του, σηκώθηκε, την έσπρωξε, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και άρχισε να τρέχει στα δρομάκια του χωριού. Λιγοστά άστρα που δεν κάλυπτε η ομιχλώδης ατμόσφαιρα και αχνός φωτίζων καπνός που έβγαινε από τις καμινάδες των σπιτιών του δίναν μια κάποια ορατότητα. Συνοφρυωμένος καθώς έτρεχε, ένα χέρι τον τράβηξε άξαφνα και βίαια, σε ένα σκοτεινό σοκάκι.
"Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε. Με λένε Φώτη και είμαι ο παππούς σου"... του είπε ο άντρας που αναγνώρισε σαν την παρουσία που είχε δει το πρώτο του βράδυ στο σπίτι.

Όλα έδιναν ένα νόημα ως τώρα στο Φώτη. Το χωριό, το σπίτι, οι άνθρωποι που έβλεπε και συναντούσε, του θύμιζαν όλα γεγονότα καταστάσεις και βιώματα από την παιδική του ηλικία. Πίστευε πως αφού είχε βρει το αντίδοτο για το φόβο του θανάτου, στο πρόσωπο της αγάπης του με την Αριάδνη, είχε καταφέρει και να νικήσει το χρόνο. Είχε κάνει το χρόνο του επίπεδο, όπου μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή να βρεθεί σε όποιο κομμάτι του ήθελε -και όχι γραμμικό με αρχή μέση και πλησιάζον τέλος, όπου δεν μπορείς να ξαναβιώσεις ό,τι βίωσες. Έτσι του έβγαζε μια λογική το ότι ένιωθε καθημερινά να βιώνει γεγονότα και καταστάσεις που είχε ξαναβιώσει.
Τώρα όμως, με την προδοσία της Αριάδνης με τον ίδιο της τον αδερφό, με έναν μυστηριώδη 30ντάρη να του λέει στην πιο κρίσιμή του νύχτα στο χωριό καταμεσίς της καταχνιάς ότι είναι ο παππούς του, όλες οι εκλογικεύσεις του Φώτη πήγαιναν περίπατο.
"Ξέρω όσα σκέφτεσαι. Τα ίδια σκέφτηκα κάποτε κι εγώ. Μοιάζουμε πολύ εμείς οι δύο. Είμαστε από ίδιο σπέρμα και ίδια μάνα.
Οι σκέψεις σου σωστές είναι, απλά εδώ βρίσκουν πρακτική εφαρμογή.
Έπρεπε να περάσεις αυτό το σοκ. Μόνο μέσα από το σοκ, μπορείς να ξεφύγεις από τις νόρμες της καθημερινότητας και της συνήθειας της σκέψης σου -που έχει διαμορφώσει ο εαυτός σου μέσα στο χρόνο ως άμυνες για να μη μπορεί να μεταβάλλεται εύκολα και συνεπώς να επιβιώνει- ώστε να δεχτείς μια διαφορετική σκέψη. Μια σκέψη που το λογικό σου κομμάτι αμέσως θα απέρριπτε.
Πρέπει να καταρρεύσει το σύστημα αξιών σου για να χωρέσει μια νέα ιδέα μέσα σε αυτό, παράταιρη με τις προϋπάρχουσες."
Πάμε σπίτι και θα στα εξηγήσουμε όλα.

Το μυαλό του Φώτη πήγαινε να σπάσει. Αυτός που ποτέ ως τώρα δεν πίστευε σε φαντάσματα και μεταφυσικές αναζητήσεις, βρισκόταν σε ένα σπίτι με 20 άντρες στην ηλικία του, στα χρώματα του, με παρόμοιο ειρμό σκέψης και λόγου με αυτόν να προσπαθούν να του εξηγήσουν πράγματα που αδυνατούσε να δεχτεί.
Ο Θεοδόσιος ισχυριζόταν πως έζησε περί τον 5ο αιώνα σαν κυνηγός, ο Αθανάσιος πως ήταν διάσημος ζωγράφος το 18ο αιώνα στο Ναύπλιο, ο Λαέρτης πως πέρασε τη ζωή του στην Αρχαία Θήβα και όλοι πως ήταν γόνοι "του ίδιου σπέρματος και της ίδιας μάνας". Μιας μάνας που γεννήθηκε και πέθανε 100 φορές στο πέρας του χρόνου.
Ξάφνου ένας διάδρομος άνοιξε από τους άντρες που είχε μπροστά του και μια γνώριμή του μορφή ξεχώρισε. Πλησίαζε προς το μέρος του και σε κάθε του βήμα η παρουσία του έκανε και πιο γνωστή την ιδιότητά του. Ναι ήταν σίγουρα ο πατέρας του ο Νίκος, αρκετά νεώτερος όμως, σχεδόν συνομήλικος του Φώτη. Ο Φώτης πάγωσε για μια φορά ακόμη.
Ο Νίκος, κάθισε δίπλα του.
"Παιδί μου, να σου γνωρίσω τη μητέρα σου", είπε και η Αριάδνη κάθισε αριστερά του.
Ο Φώτης δεχόμενος το ένα σοκ μετά το άλλο, ένιωσε να κατακλύζεται από μέσα του με ένα κύμα σιγουριάς και αυτοπεποίθησης. Η αδρεναλίνη του κολυμπούσε μέσα του δίνοντάς του δύναμη να διαχειριστεί καταστάσεις στις οποίες υπό φυσιολογικές συνθήκες θα παραδινόταν, αμέτοχος, άβουλος και αδύναμος.

"Όταν ήμουν στην ηλικία σου είχα κι εγώ τους ίδιους φόβους με σένα. Γνώρισα τότε τη μητέρα σου, την Αριάδνη. Η Αριάδνη πέθαινε τότε Φώτη, όπως πεθαίνει και τώρα. Κι εγώ έζησα σε τούτο το χωριό. Οι κάτοικοι ξέρουν αλλά δε μιλάνε χρόνια τώρα. Κι εγώ έζησα τους ίδιους φόβους με σένα κι εγώ πόνεσα για την αγάπη μου όσο κι εσύ.
Η Αριάδνη μου πρόσφερε μια λύση. Μια λύση για να νικήσω μια για πάντα το μεγαλύτερο μου φόβο και δεσμό, το θάνατο.
Η Αριάδνη ζει από την αρχαιότητα. Θυμάσαι το μύθο του Θησέα και της Αριάδνης. Ήταν απλά ένας παραλληλισμός της αληθινής ιστορίας. Η Αριάδνη προσφέρει στους ανθρώπους το μίτο που θα τους οδηγήσει έξω από το λαβύρινθο μιας ζωής που στο τέλος της κατοικεί ο Μινώταυρος.
O πρώτος από εμάς ήταν ο Αγαθός. Όταν έφτασε 30 χρονών η Αριάδνη του πρόσφερε το δώρο της. Θα έκανε ένα παιδί μαζί της. Από εκείνη τη μέρα και έπειτα η Αριάδνη θα παρέμενε νέα και αυτός θα γέρναγε με διπλάσια συχνότητα και για τους δυο τους. Στα 50 του θα πέθαινε και η Αριάδνη θα του χάριζε τότε την αθανασία. Να ζει για πάντα σαν 30αρης, στην καλύτερή του φάση και ηλικία σε αυτό το χωριό.
Ύστερα ακολούθησε ο γιος του Αγαθού, ο Θυμός. Ύστερα ο γιος του Θυμού, ο Πόνος και μετά ο γιος του Πόνου, ο Εγωισμός και γενιά σε γενιά φτάσαμε στο Λαέρτη και από το Λαέρτη, στον Θεοδόσιο και από το Θεοδόσιο στον Αθανάσιο και από τον Αθανάσιο στο Φώτη, τον παππού σου.
Κάποιοι από εμάς ζήσαμε ως τα 50, κάποιοι πεθάναμε νωρίτερα, κάποιοι μάλιστα όπως ο παππούς σου αυτοκτόνησαν."

"Εγώ Φώτη δεν άντεξα. Έδωσα τέλος στη ζωή μου, ήθελα να γυρίσω στην αγάπη μου, στον έρωτά μου, στην Αριάδνη μου. Μόνο ένας από εμάς μπορεί να ζει μαζί της κάθε φορά. Και η σειρά αυτή αργεί. Οι υπόλοιποι απλά περιμένουμε, ζούμε στο σπίτι, αναμένοντας τη σειρά μας. Περιπλανιόμαστε στο χωριό, κυνηγάμε, πίνουμε, μεθάμε, διασκεδάζουμε. Δε δημιουργούμε όμως. Αφού τίποτα για μας δεν καταστρέφεται τι νόημα έχει να δημιουργήσουμε;
Έτσι απλά περιμένουμε τη σειρά μας, τα 20 χρόνια μας με την Αριάδνη, με την ανάμνηση του έρωτα που κάποτε ζήσαμε, πριν αυτή πάει για 6 μήνες στην πόλη και αλλάξει πάλι η σειρά.
Σε έναν κόσμο χωρίς φθορά η μόνη γοητεία είναι η επανάληψη."

"Σταμάτα Φώτη, έλεος." Φώναξε η Αριάδνη και πήγε τον παππού του Φώτη προς την κουζίνα να του βάλει λίγη ρακή. "Αμάν πια με την απαισιοδοξία σου."
Γύρισε προς το Φώτη.
-Λοιπόν;
-Λοιπόν τι; Αν θα κάνω παιδί μαζί σου; Δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν σ'αγαπάω, αν είσαι το κορίτσι που ερωτεύτηκα, αν είσαι η μάνα μου, αν είσαι ο ίδιος ο θάνατος, αν είσαι απλά μια διέξοδος από τη θνητότητα. Δεν ξέρω, αν δεν είχες αυτές τις μεταφυσικές ιδιότητες που συζητάμε τώρα, αν και πάλι θα ήμουν όντως ερωτευμένος μαζί σου ή θα σουν και τότε μια άλλη διέξοδος απ' τη θνητότητα.
Δεν ξέρω αν μπορώ να νικήσω την αθανασία ζώντας για πάντα.
Δεν ξέρω αν θα μαι εγώ για πάντα.
Δεν ξέρω αν μπορώ να σε αγαπήσω αιώνια, αν η αγάπη διαρκεί αιώνια και αν το αιώνια υφίσταται σε έναν κόσμο που κυριαρχεί η αγάπη.
Η αγάπη δεν μετατρέπει το χρόνο από γραμμικό σε επίπεδο; Τι νόημα έχει τότε το αιώνια;
Και ξέρω πως όλες αυτές τις σκέψεις τις κάνανε και οι προηγούμενοι από μένα. Ξέρω πως ο εαυτός μου στο μεγαλύτερο κομμάτι του δομήθηκε από τις ψυχές που βλέπω μπροστά μου εδώ τώρα.
Και ξέρω πως όλοι εν τέλει υπέκυψαν.
Και φοβάμαι πως θα υποκύψω κι εγώ γιατί με γοητεύει να μπορώ να μιλήσω με ανθρώπους που ζούσαν το 500 π.Χ. και να ζήσω στις μεγάλες αλλαγές που θα γίνουν στον κόσμο στο πέρας του χρόνου.
Αλλά αυτό που με γοητεύει, που με ικανοποιεί δεν είναι ταυτόχρονα, μια εντελώς δικιά μου απόλαυση; Δεν είναι κάτι που θα αλλάξει αναλόγως με το αν το μοιραστώ ή όχι με άλλον.
Δεν είναι επομένως εσωστρεφής και άρα εγωιστική απόλαυση; Και αν σε μια ζωή με ημερομηνία λήξης έχουν νόημα και οι εγωιστικές απολαύσεις, σε μια ζωή που εκτείνεται στο άπειρο, πώς γίνεται να επιλέξεις να πορευτείς μόνος; Πώς γίνεται να ζήσεις μόνο με τον εαυτό σου για πάντα;
Σε μια ζωή που πάντα προσπαθείς να ανήκεις σε ένα σύνολο, πώς γίνεται να αρπάζεις την πρώτη ευκαιρία που σου δίνεται για να ξεχωρίσεις από αυτό;
Η αμφιβολία γεννιέται και πεθαίνει μέσα μου βλέποντας τον εαυτό μου γέρο στο νεκροκρέβατο του να μετανιώνει για το όχι που θα σου πω.
Θα γεννήσεις το γιο μου και μετά το γιο του γιου μου και γενιές και γενιές γιων κι εγώ θα μαι εκεί ζωντανός να βλέπω το σπέρμα μου να μεγαλώνει, να ζει, να συμμετέχει, να πράττει όσα δεν μπόρεσα να πράξω, να ανασαίνει τον αέρα που δεν πρόλαβα να ανασάνω.
Πεθαίνεις; Πεθαίνεις και θες τη βοήθειά μου.
Μ'αγαπάς επειδή πεθαίνεις. Θα πέθαινες επειδή μ'αγαπάς;
Ένα παιδί θες έτσι; Το γιο μου..