Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Το δείπνο του τέλους

Το τέλος κάλεσε τα παιδιά της νιότης του.
Τα κάθισε στο τραπέζι, τα φύλεψε.
Και πρωτού η τελευταία μπουκιά της ζωής
ρουφήξει τη δύναμή τους, τους μίλησε.

"Εγώ σας έδωσα ζωή, διότι εγώ σας την αρπάζω.
Πώς θα ζήσεις αν δεν υπάρξεις;
Πώς θα υπάρξεις χωρίς την ανυπαρξία σου;
Πώς θα διακρίνεις τα χρώματα της ζωής, χωρίς το μαύρο φόντο της;
Πώς θα γευτείς, αν η γεύση βρίσκεται μόνιμα στης θηλές της γλώσσας σου;
Πώς θα αγαπήσεις, αν η αγάπη γίνει αέναη συνήθεια;
Πώς θα γεννήσεις, πώς θα μεταβιβαστείς εάν πρώτα δεν πάψεις;

Τέκνα μου, το τέλειο είναι τόκος σε τέλη, από τον  τελώνα του τέλους αφημένα στην ανθρώπινη ύπαρξη.

Κάθε έργο τέχνης, κάθε απαράμιλλο άγαλμα, κάθε λαμπρό των ανθρώπων μνημείο ή τοπίο, κάθε αγέρωχος λαξεμένος από την αλμύρα βράχος, θα στερούταν της τωρινής όψης του εάν δεν είχε πρώτα φθαρεί και σχηματιστεί.
Η φθορά του χρόνου σμιλεύει την ομορφιά του κόσμου.

Κάθε Περικλής χωρίς τον επιτάφιο, κάθε Σωκράτης χωρίς την απολογία,
κάθε ένα χωρίς το μηδέν.
Κάθε γεια, χωρίς το αντίο, χάνει το χρώμα του.
Κάθε βιβλίο χωρίς τον επίλογο,
κάθε ανάσα χωρίς ανακούφιση
κάθε ματιά χωρίς πετάρισμα των βλεφάρων,
κάθε ένα χωρίς το μηδέν.
Κάθε αρχή ορίζεται απ' το τέλος της.


Μη με κατηγορείτε, λυπηθείτε με.
Μη με μισείτε, συμπονέστε με.
Μη με φοβάστε.
Μακάρι να με παίρνατε μαζί σας.
Είμαι δούλος της αρχής, εξαγορασμένος να μη χάνω ποτέ τίποτα.
Είμαι μόνος, χωρίς το χωρίς.
Δε βιώνω απώλεια, δεν καταπίνω τις λέξεις μου, τις φτύνω απλά.

Δεν αλλάζω και δε μεταβάλλομαι. Και η ζωή είναι κίνηση. Και την κίνηση την αντιλαμβάνεσαι μόνο στη μεταβολή της. Δεν αισθάνομαι.
Δεν αλλάζω και δε μεταβάλλομαι.
Είμαι η αδράνεια.
Είμαι η αφθαρσία που φέρνει τη φθορά.

Η αρχή με γέννησε άναρχα.
Εξουσιασμένος να σας εξουσιάζω.

Μα σας παρακαλώ, κάντε μου τούτο το δώρο και μη μου φέρνετε δώρα!
Μη μου φέρετε πεσκέσι χρυσό, συγκρατημένες σκέψεις, φοβισμένες ανάσες, ανεκπλήρωτα πάθη, απωθημένα, ανείπωτα λόγια.
Γδυθείτε πριν έρθετε σε μένα.
Αδειάστε από κάθε συλλαβή της ύπαρξής σας.
Μουγκοί δίχως διάθεση για λέξεις.
Τυφλοί δίχως διάθεση για όψεις.
Κουφοί δίχως διάθεση για γνώσεις.
Και ανάθεμα μην κουβαλάτε σπιθαμή αγάπης.
Είμαι η κενότητα και σας κενούς σας δέχομαι.
Είμαι η κενότητα και σας κενούς σας φτιάχνω."


Τους κοίταξε έναν έναν,
"Και μάθε να κολυμπάς τη ζωή σου. Μάθε να παίζεις με τα κύματα, να επιζείς στις θύελλες, να επιζητάς την αλμύρα στα ματοτσίνορά σου, να ταξιδεύεις με το κύμα, να χορεύεις με τα χελιδονόψαρα, να ξαπλώνεις ανάσκελα επιπλέοντας με τους γλάρους.
Να ερωτεύεσαι όποτε η γοργόνα σε ρωτά "Ζει ο αδερφός μου, ο Αλέξανδρος;", να γεμίζεις με αδρεναλίνη όποτε βλέπεις φτερό να σε κυκλώνει και με ανακούφιση κάθε φορά, αφού θυμηθείς πως το φτερό πήρε το σχήμα που του έδωσες.
Και κράτα μια ανάσα γιατί οδηγείσαι να διαβείς τον Αχέροντα.
Τι είναι ο Αχέρωντας, αν όχι η στιγμή συνειδητοποίησης λίγο πριν σβήσεις;
Να προσέχεις να χεις ανοιχτά μάτια όσο τον διαπερνάς, ο βυθός του θα ναι εικόνες από τη ζήση σου. Μην ντραπείς. Ποτέ σου μην ντραπείς!


Πάνω στο σημείο ισορροπίας του εκκρεμούς του Φουκώ και του πινέλου του Basil Hallward
βρίσκομαι.
Ο χώρος με το χρόνο σε μένα σμίγουν.
Το μόνο σταθερό σημείο.
Το μόνο σταθερό και αληθινό.
Το μοναδικό που σίγουρα έχετε κι ας μην το έχετε.
Είμαι.


Είμαι το νωχελικό "τίποτα", σ' ένα ερωτηματικό "τι έχεις;"
Είμαι η κυριολεξία της μεταφοράς του τίποτα.
Είμαι το πουθενά, είμαι ό,τι ακυρώνει το ποτέ και το πάντα.
Είμαι το άπιαστο. Είμαι τόσο πεζός..
Είμαι το "μη είναι". "


Ξάφνου δυο κραυγές έπνιξαν την ατμόσφαιρα.
'Ενα βαθύ μοιρολόι μιας γυναίκας
κι ένα ουρλιαχτό μια ετοιμόγεννης μάνας.
Ένας επιθανάτιος ρόγχος κι ένα γεννήσιο κλάμα.
Και οι δυο ήχοι λάδι στη φαγωμένη απ' τη σκουριά τραμπάλα της ισορροπίας.


Και οι δυο ήχοι ανάσα ζωής.
Και η ζωή τότε ξεφύσησε. Και τα πιάτα άδειασαν.
Ώρα όλοι να πλύνουν τις ψυχές τους.
Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους.
Κι ανάμεσά τους, το δείπνο του τέλους.


























Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Οικογενειακό

Είναι , θαρρώ , αστείο
πώς υποταχθήκαμε στην Αφέντρα Θλίψη
χωρίς πολλά πολλά, δεν παζαρέψαμε, ίσως και να τ' αποζητούσαμε·
προσκυνήσαμε, με ενα απλό χαϊδεμα στην πλάτη.

Μιαν ζωή γυρεύαμε την αποδοκιμασία της μητέρας
να μας απαλλάξει απο τα "πρέπει" του κόσμου αυτού
μα εκείνη πάντα γύρναγε με πιο γλυκό χαμόγελο
και αντί για λευτεριά, μας χάριζε εξορία και φυλακή.

Και να τώρα εδώ, ξορκίζουμε τον διάβολο
με ταμπακιέρες γεμάτες ως απάνου,
μορφασμούς που παραπέμπουν σε χαμόγελα
και μάτια που ουρλιάζουν το αυτονόητο.
Χαμπλά τους κρέμονται πρησμένα μισοφέγγαρα, ντροπιαστικό έπαθλο
απ' τις αυγές που θρηνίσαμε μόνοι, για την αλύτρωτη ψυχή μας...

Ω καλοί μου σύντροφοι, ακούστε τον δικό μου πόνο!
Το κορμί μου λαχταρά Θεία εκτόνωση, ποθεί να μεταλάβει απο άλλο σώμα.
Μα σαν πείσω και απόψε το εγώ μου, πως στις ηδονές δικαίωμα δεν έχω
κρύψτε αυτά τα λόγια , και κάντε πως δεν τα κουβεντιάσαμε
ήταν ακόμα ένα κρουστικό αίσθημα της απελπισμένης φύσης μου.