Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Αναβίωση

Είδα τα μάτια σου ξανά,
μαύρα αστέρια σκοτεινά,
ρουφούσαν ενέργεια και ζωή
και πίσω δίναν προσμονή.

Το ξένο σώμα μου έγδυσαν,
την περηφάνεια μου απαίτησαν
αυτή που έχτισα με δόλο,
δυο δράμμια φιλαυτίας όλο κι όλο.

Την ξεπάστρεψαν και μ' ελευθέρωσαν
αλήθεια πρόσθεσαν και με αφαίρεσαν,
εμένα που δηλώνω πάντα Εγώ,
αβέβαιο με καναν και μισερό.

Τα χείλη σου άνοιξαν καινούριους δρόμους,
μια στάλα αστρόσκονης σε υπονόμους.
Για πρώτη φορά δειλιάζω στο φόβο,
μα νιώθω άνθρωπος δε μετανειώνω.

Και ξανανιώνω και ξανανιώνω,
σαν αίσθημα ποίησης που αναβιώνω,
σαν μια αχτίδα τοξικής ελευθερίας,
σε ένα κάστρο σιγουριάς μα ανομβρίας.

Σαν δώρο στιγμής και όχι ανάγκης,
σαν για όπως σ' έχτιζες να αμφιβάλλεις.
Σαν η αλήθεια να'ν τοπίο φυσικό
κι όχι χτίσμα ανθρώπινο και τεχνητό.

Ένα αθώο βλέφαρο που πεταρίζει,
ποιήματα και συγχορδίες αναχαιτίζει.
Και τα γκρεμίζει και σε γκρεμίζει,
σε βάζει στη θέση σου μα σε ανθίζει.

Της ύπαρξης τρομακτικό το εφήμερο,
σαν το υπερβαίνεις πώς δείχνει ήμερο.
Κι όσο αγγίζεις τη χορδή της ζωής σου,
μια αβέβαιη νότα κάθε στιγμή σου.

Μια φάλτσα νότα που αποδέχεσαι,
ζωή γεννάται όσο δε σκέφτεσαι,
σαν χορευτής που ακολουθεί το ρυθμό
και όχι μαέστρος που δίνει σκοπό.

Ένα βλέμμα με ρυάκι που μοιάζει,
σε παρασύρει και σε διατάζει,
σε αναμορφώνει σε συμμορφώνει,
το στέμμα σου βγάζει και σε λυτρώνει.

Στέμμα που φόρεσες να ξεχωρίζεις,
στον εαυτό σου που δε γνωρίζεις,
να τον ελέγχεις, να τον ορίζεις,
κοσμικό μοιάζει αστείο, δεν νομίζεις;

Είσαι λιγότερα από όσα νόμισες,
μα περισσότερα από όσα φαντάστηκες,
είσαι ό,τι ένιωσες κι όχι ότι πόθησες
είσαι όσα κέρδισες από όσα χαράμισες.