Θυμάμαι μια φορά μικρός, το πρώτο μου ποδήλατο,
τα πόδια μου δεν έφταναν στο έδαφος.
Αναγκαζόμουν να πατάω σε πεζούλια όποτε σταματούσα,
τις βοηθητικές ρόδες είχα μάθει να τις σνομπάρω.
Και οδηγούσα πάντα πολύ προσεχτικά και αργά, μην τυχόν χτυπήσω.
Μα μια μέρα δεν άντεξα άλλο τον περιορισμό του φόβου μου.
Το μόνο που χρειάστηκε ήταν ένα σκαρφάλωμα δροσερής αδρεναλίνης
στη ραχοκοκκαλιά μου και μια καθάρια σκέψη ελευθερίας, ένα κύμα αυτογνωσίας
και σιγουριάς.
Ανέβηκα στο ποδήλατο στην κορυφή ενός κατηφορικού πεζοδρομίου.
Πατούσα το πόδι μου σε ένα πεζούλι για να μείνω στέρεος.
Πήρα μια βαθειά ανάσα και άρχισα να κάνω πετάλι όσο πιο γρήγορα μπορούσα
και ανέπτυσα ταχύτητα καθώς κατέβαινα την κατηφόρα.
Ήξερα πως είχα μόνο τα εβδομήντα μέτρα του πεζοδρομίου.
Ήξερα πως δε θα μπορούσα να σταματήσω, ούτε να πατήσω τα πόδια μου κάτω.
Ήξερα πως αυτή η διαδρομή θα τέλειωνε μόνο με μένα στο έδαφος,
χτυπημένο και μες στα αίματα.
Και τι έκανα;
Συνέχισα να πατάω τα πετάλια όσο πιο δυνατά γινόταν, σηκώθηκα όρθιος
και προσπαθούσα να αναπτύξω όσο μεγαλύτερη ταχύτητα γινόταν
στα λίγα μέτρα που απέμεναν.
Δε με ενδιέφερε πως θα τελειώσει, είχα επίγνωση της κατάστασης από την αρχή.
Δε με ενδιέφερε πως θα τελειώσει, γιατί η επίγνωση γέννησε αρχικά το φόβο,
μα μια μεγαλύτερη και εσώτερη επίγνωση γέννησε την ανάγκη να σπάσει
πρώτα ο φόβος και μετά τα κόκκαλά μου.
Φτάνοντας προς το τέλος της ευθείας, πάτησα φρένο, προσπάθησα να καλύψω την κοιλιά
και το πρόσωπό μου, σαν σφήκα που πεταρίζει κόντρα στον άνεμο.
Έπεσα, χτύπησα άσχημα, μάτωσα πολύ. Το ποδήλατο χάλασε, στράβωσε.
Πιο αλλοιωμένη ήταν η φύση του τώρα, που οδηγήθηκε για λίγο σαν κανονικό
ποδήλατο πριν σμπαραλιαστεί;
Ή πιο αλλοιωμένη ήταν η φύση του όσο το οδηγούσα κρατώντας ασφαλή τη φυσιογνωμία του, αλλά διαστρεβλώνοντας το σκοπό του;
Θυμάμαι μια φορά, όταν μεγάλωσα.
Σε είδα πίσω από ένα βουνό υπαρκτών φόβων.
Ήξερα πως στην άλλη άκρη του δεν υπήρχε ομαλή κατάβαση παρά μόνο κατάκρυμνος γκρεμός.
Και περπατούσα καιρό στις παρυφές του βουνού, μόνος ή με παρέα, ανήσυχος ή ήρεμος.
Είναι ωραία στις παρυφές, έχει πεδιάδες, κρύο νερό, δέντρα να ξαπλώσεις από κάτω τους, καταφύγια από τις βροχές και τα χιόνια.
Είναι ωραία στις παρυφές, κυρίως γιατί γνωρίζεις τη θέση σου, γνωρίζεις του κινδύνους,
λέγεσαι έλεγχος.
Το μόνο κακό είναι πως το βουνό ορθώνεται μπροστά σου και σου θυμίζει συνεχώς πόσο μικρός είσαι.
Δε χρειάστηκαν πολλά.
Μόνο ένα σκαρφάλωμα δροσερής αδρεναλίνης στη ραχοκοκκαλιά μου και μια
καθάρια σκέψη ελευθερίας, ένα κύμα αυτογνωσίας και σιγουριάς.
Ανέβηκα το βουνό και κάθε στιγμή που το κατακτούσα, ανέπνεα τη θέα που μου δινε,
τρεφόμουν απ΄τους καρπούς του κι έκλεβα τη δροσιά του νερού του.
Δε με ενδιέφερε πως θα τελειώσει, γνώριζα από την αρχή πως θα τελειώσει.
Δε με ενδιέφερε πως θα τελειώσει, γνώριζα από την αρχή κι αυτό γέννησε το φόβο,
μα μια μεγαλύτερη και εσώτερη επίγνωση γέννησε την ανάγκη να σπάσει
πρώτα ο φόβος και μετά τα κόκκαλά μου.
Και τώρα ήμουν μεγάλος πια.
Ήξερα πως η φοβιστική γνώση του τέλους, πάλευε να μας στερήσει τη γνώση της αρχής και της ενδιάμεσης διάρκειας.
Η γνώση του είναι πάλευε να περιορίσει τη γνώση που δίνει το πράττειν.
Γιατί το πράττειν φέρνει σε κίνδυνο θανάτου το είναι. Ή -ακόμα χειρότερα- αν δε το θανατώσει,
το μεταλλάσσει. Σκοτώνει την πρότερη φύση του.
Και σκοπός του είναι, είναι απλά να παραμένει, να επιβιώνει.
Εσύ όμως είσαι μεγαλύτερος από το είναι σου. Και πάνω στο βουνό, μ' όλη τη γη
στα πόδια σου το έβλεπες αυτό.
Φτάνοντας προς το τέλος ένιωθα καθώς κρατούσα τα χέρια σου στην κορυφή,
το πρόσωπό σου να χάνεται μαζί με τα χαλίκια που στήριζαν τα πόδια μου.
Ένιωθα πως ένιωθα ότι μπορούσα να πετάξω, αλλά ήταν απλά μια παραίσθηση.
Αν μπορούσα όντως να πετάξω, θα είχε νόημα τίποτα από όσα έκανα;
Και σε παρακολουθούσα να χάνεσαι σιγά σιγά στη γραμμή του ορίζοντα,
όσο τα πόδια μου έτρεμαν και χανόταν η γη από κάτω μου. Τώρα ολόκληρες
κοτρόνες χάνονταν στο γκρεμό.
Και κάπως έτσι, χωρίς να σκεφτώ στιγμή την άβυσσο που οδηγούμουν, βιώνοντας
μέχρι και την τελευταία στιγμή στο έπακρο, αγκαλιάζοντας νοητά τις κόρες των ματιών σου με τις κόρες των ματιών μου, ρουφώντας μέχρι και την τελευταία ανάσα που μου χρωστούσε το βουνό, έπεσα.
Δεν είχα φρένο όπως όταν ήμουν μικρός, δεν είχε νόημα να προσπαθήσω να προστατεύσω
την κοιλιά ή το πρόσωπό μου. Σα σφήκα που της κόψαν τα φτερά της,
έπεφτα.
Και το είναι μου έσπασε μαζί με τα κόκκαλά μου.
Πιο αλλοιωμένη ήταν η φύση του τώρα που έζησε για λίγο τις δυνατότητες και τα θέλω
του στο έπακρο πριν σβήσει;
Ή πιο αλλοιωμένη ήταν η φύση του όσο η ανάγκη του για επιβίωση το κρατούσε
στην αγκαλιά της αδράνειας, διαστρεβλώνοντας το σκοπό του;
Το είναι μου έσπασε.
Μεταλλάχθηκε.
Αναγεννήθηκε.
Κράτησε κάποια απ΄τα παλιά κομμάτια, αλλά η παλιά του φύση πέθανε.
Το πράττειν επικράτησε και έχτισε πάνω στο παλιό σου είναι ένα καινούριο,
με λίγη στάχτη, λίγη νέα γνώση, λίγο χρόνο
και αρχιτέκτονα εσένα.
Εσένα που είσαι μεγαλύτερος από το είναι σου και τα θέλω του και το ξεχνάς
καθ' όταν επαναπαύεσαι, οπότε παύεσαι.
τα πόδια μου δεν έφταναν στο έδαφος.
Αναγκαζόμουν να πατάω σε πεζούλια όποτε σταματούσα,
τις βοηθητικές ρόδες είχα μάθει να τις σνομπάρω.
Και οδηγούσα πάντα πολύ προσεχτικά και αργά, μην τυχόν χτυπήσω.
Μα μια μέρα δεν άντεξα άλλο τον περιορισμό του φόβου μου.
Το μόνο που χρειάστηκε ήταν ένα σκαρφάλωμα δροσερής αδρεναλίνης
στη ραχοκοκκαλιά μου και μια καθάρια σκέψη ελευθερίας, ένα κύμα αυτογνωσίας
και σιγουριάς.
Ανέβηκα στο ποδήλατο στην κορυφή ενός κατηφορικού πεζοδρομίου.
Πατούσα το πόδι μου σε ένα πεζούλι για να μείνω στέρεος.
Πήρα μια βαθειά ανάσα και άρχισα να κάνω πετάλι όσο πιο γρήγορα μπορούσα
και ανέπτυσα ταχύτητα καθώς κατέβαινα την κατηφόρα.
Ήξερα πως είχα μόνο τα εβδομήντα μέτρα του πεζοδρομίου.
Ήξερα πως δε θα μπορούσα να σταματήσω, ούτε να πατήσω τα πόδια μου κάτω.
Ήξερα πως αυτή η διαδρομή θα τέλειωνε μόνο με μένα στο έδαφος,
χτυπημένο και μες στα αίματα.
Και τι έκανα;
Συνέχισα να πατάω τα πετάλια όσο πιο δυνατά γινόταν, σηκώθηκα όρθιος
και προσπαθούσα να αναπτύξω όσο μεγαλύτερη ταχύτητα γινόταν
στα λίγα μέτρα που απέμεναν.
Δε με ενδιέφερε πως θα τελειώσει, είχα επίγνωση της κατάστασης από την αρχή.
Δε με ενδιέφερε πως θα τελειώσει, γιατί η επίγνωση γέννησε αρχικά το φόβο,
μα μια μεγαλύτερη και εσώτερη επίγνωση γέννησε την ανάγκη να σπάσει
πρώτα ο φόβος και μετά τα κόκκαλά μου.
Φτάνοντας προς το τέλος της ευθείας, πάτησα φρένο, προσπάθησα να καλύψω την κοιλιά
και το πρόσωπό μου, σαν σφήκα που πεταρίζει κόντρα στον άνεμο.
Έπεσα, χτύπησα άσχημα, μάτωσα πολύ. Το ποδήλατο χάλασε, στράβωσε.
Πιο αλλοιωμένη ήταν η φύση του τώρα, που οδηγήθηκε για λίγο σαν κανονικό
ποδήλατο πριν σμπαραλιαστεί;
Ή πιο αλλοιωμένη ήταν η φύση του όσο το οδηγούσα κρατώντας ασφαλή τη φυσιογνωμία του, αλλά διαστρεβλώνοντας το σκοπό του;
Θυμάμαι μια φορά, όταν μεγάλωσα.
Σε είδα πίσω από ένα βουνό υπαρκτών φόβων.
Ήξερα πως στην άλλη άκρη του δεν υπήρχε ομαλή κατάβαση παρά μόνο κατάκρυμνος γκρεμός.
Και περπατούσα καιρό στις παρυφές του βουνού, μόνος ή με παρέα, ανήσυχος ή ήρεμος.
Είναι ωραία στις παρυφές, έχει πεδιάδες, κρύο νερό, δέντρα να ξαπλώσεις από κάτω τους, καταφύγια από τις βροχές και τα χιόνια.
Είναι ωραία στις παρυφές, κυρίως γιατί γνωρίζεις τη θέση σου, γνωρίζεις του κινδύνους,
λέγεσαι έλεγχος.
Το μόνο κακό είναι πως το βουνό ορθώνεται μπροστά σου και σου θυμίζει συνεχώς πόσο μικρός είσαι.
Δε χρειάστηκαν πολλά.
Μόνο ένα σκαρφάλωμα δροσερής αδρεναλίνης στη ραχοκοκκαλιά μου και μια
καθάρια σκέψη ελευθερίας, ένα κύμα αυτογνωσίας και σιγουριάς.
Ανέβηκα το βουνό και κάθε στιγμή που το κατακτούσα, ανέπνεα τη θέα που μου δινε,
τρεφόμουν απ΄τους καρπούς του κι έκλεβα τη δροσιά του νερού του.
Δε με ενδιέφερε πως θα τελειώσει, γνώριζα από την αρχή πως θα τελειώσει.
Δε με ενδιέφερε πως θα τελειώσει, γνώριζα από την αρχή κι αυτό γέννησε το φόβο,
μα μια μεγαλύτερη και εσώτερη επίγνωση γέννησε την ανάγκη να σπάσει
πρώτα ο φόβος και μετά τα κόκκαλά μου.
Και τώρα ήμουν μεγάλος πια.
Ήξερα πως η φοβιστική γνώση του τέλους, πάλευε να μας στερήσει τη γνώση της αρχής και της ενδιάμεσης διάρκειας.
Η γνώση του είναι πάλευε να περιορίσει τη γνώση που δίνει το πράττειν.
Γιατί το πράττειν φέρνει σε κίνδυνο θανάτου το είναι. Ή -ακόμα χειρότερα- αν δε το θανατώσει,
το μεταλλάσσει. Σκοτώνει την πρότερη φύση του.
Και σκοπός του είναι, είναι απλά να παραμένει, να επιβιώνει.
Εσύ όμως είσαι μεγαλύτερος από το είναι σου. Και πάνω στο βουνό, μ' όλη τη γη
στα πόδια σου το έβλεπες αυτό.
Φτάνοντας προς το τέλος ένιωθα καθώς κρατούσα τα χέρια σου στην κορυφή,
το πρόσωπό σου να χάνεται μαζί με τα χαλίκια που στήριζαν τα πόδια μου.
Ένιωθα πως ένιωθα ότι μπορούσα να πετάξω, αλλά ήταν απλά μια παραίσθηση.
Αν μπορούσα όντως να πετάξω, θα είχε νόημα τίποτα από όσα έκανα;
Και σε παρακολουθούσα να χάνεσαι σιγά σιγά στη γραμμή του ορίζοντα,
όσο τα πόδια μου έτρεμαν και χανόταν η γη από κάτω μου. Τώρα ολόκληρες
κοτρόνες χάνονταν στο γκρεμό.
Και κάπως έτσι, χωρίς να σκεφτώ στιγμή την άβυσσο που οδηγούμουν, βιώνοντας
μέχρι και την τελευταία στιγμή στο έπακρο, αγκαλιάζοντας νοητά τις κόρες των ματιών σου με τις κόρες των ματιών μου, ρουφώντας μέχρι και την τελευταία ανάσα που μου χρωστούσε το βουνό, έπεσα.
Δεν είχα φρένο όπως όταν ήμουν μικρός, δεν είχε νόημα να προσπαθήσω να προστατεύσω
την κοιλιά ή το πρόσωπό μου. Σα σφήκα που της κόψαν τα φτερά της,
έπεφτα.
Και το είναι μου έσπασε μαζί με τα κόκκαλά μου.
Πιο αλλοιωμένη ήταν η φύση του τώρα που έζησε για λίγο τις δυνατότητες και τα θέλω
του στο έπακρο πριν σβήσει;
Ή πιο αλλοιωμένη ήταν η φύση του όσο η ανάγκη του για επιβίωση το κρατούσε
στην αγκαλιά της αδράνειας, διαστρεβλώνοντας το σκοπό του;
Το είναι μου έσπασε.
Μεταλλάχθηκε.
Αναγεννήθηκε.
Κράτησε κάποια απ΄τα παλιά κομμάτια, αλλά η παλιά του φύση πέθανε.
Το πράττειν επικράτησε και έχτισε πάνω στο παλιό σου είναι ένα καινούριο,
με λίγη στάχτη, λίγη νέα γνώση, λίγο χρόνο
και αρχιτέκτονα εσένα.
Εσένα που είσαι μεγαλύτερος από το είναι σου και τα θέλω του και το ξεχνάς
καθ' όταν επαναπαύεσαι, οπότε παύεσαι.