Μες στη δίνη μιας πόλης που ξεθυμαίνει,
ενός κόσμου που βουλιάζει στους ξεχυλισμένους υπονόμους
των κατάστιχων σάπιων συνειδήσεων,
ανθρώπων φτηνών, θυσιασμένων
ενστίκτων και παρορμήσεων,
σε μια απέλπιδα προσπάθεια να δαμάσουν το χρόνο,
φορώντας κατά συνθήκη χαμόγελα, ποζάροντας φτιασιδωμένοι,
τόσο κενοί, τόσο ξένοι.
Τόσο μόνοι.
Με ένα τέμπο να τους οδηγεί χέρι χέρι στο θάνατο της
θέλησης,
κοιτάζουν δεξιά κι αριστερά, μιμούνται και ησυχάζουν.
Κι οι υπόνομοι ξεχυλίζουν σκέψεις και ανάγκες.
Κι η οσμή τους πνίγει την ατμόσφαιρα του συνειδητού, σάπιο
άρωμα,
ατόφια νεκρή επιθυμία.
Κι είναι τρελό που δεν τους σαλεύει -σε αναμονή της κρίσης
μέσης ηλικίας.
Τρέφονται με άνοστα αστεία, μεθάνε με κενές φιλοφρονήσεις,
που προδίδονται από φθονερά βλέματα,
συναγωνίζονται και επιζούν, όσο δε ζουν.
Μολύνουν ο ένας τον άλλο με τους φόβους τους
και το τυλίγουν σε πακέτα «φιλικών συμβουλών»,
για να κρύψουν το μεγαλύτερο τους φόβο.
Το φόβο που γεννιέται απ΄το φθόνο, μην κάνει άλλος αυτό που
φοβάσαι να κάνεις
και μετανιώσεις που δεν το τόλμησες.
Αυθυποβάλονται κι οι υπόνομοι γεμίζουν απωθημένα,
όσο φτιάχνουν αρώματα εκπληρωμένων στόχων και πρόσκαιρων
ικανοποιήσεων,
για να κρύψουν τη βρώμα τους, όπως οι Γάλλοι φτιάχναν
αρώματα
για να κρύψουν τα σκατά πίσω από κουρτίνες.
Και κάθε βράδυ οι υπόνομοι πλημμυρίζουν και γεμίζουν τα
θολά, αβέβαια
μάτια τους με λασπόνερα.
Το μόνο τρωτό σημείο σε μια πανοπλία επίπλαστης σιγουριάς.
Τα μάτια.
Προσφέρουν στο άτομο μια θεώρηση του κόσμου που κοιτάει
και σα φόρο δίνουν πίσω στον κόσμο μια θεώρηση του ατόμου.
Δεν ψεύδονται ποτέ.
Και σ’ αυτή την πόλη κραυγάζουν για ελευθερία.
Κι οι κραυγές πνίγονται καθώς θυσιάζουν την ελευθερία τους
για να κλέψουν από
την ελευθερία του άλλου.
Ζητάνε δούλους και υποδουλώνονται σε φτιαχτές περσόνες που
θα τους κερδίσουν.
Κι οι δούλοι, καθώς ο ζυγός της συνήθειας συμμαχεί με το φόβο του αγνώστου,
σκύβουν το κεφάλι και ακολουθούνε σε μια παράσταση
σκύβουν το κεφάλι και ακολουθούνε σε μια παράσταση
που όλοι γνωρίζουν τα κείμενα και το τέλος της.
Μα η έξοδος είναι πίσω απ’ τη σκηνή.
Και μοιάζει τρομακτική από τότε που φάγαμε την πρώτη μας σφαλιάρα
επειδή βάλαμε στο στόμα μας κάτι από το πάτωμα.
Μα μια στο τόσο, εκεί πίσω απ’ τη σκηνή,
το μόνο μέρος της πόλης που οι υπόνομοι ησυχάζουν,
από το πεζούλι της πόρτας,
στάζει κάποιο χαμόγελο.
Κι αυτό αρκεί.από το πεζούλι της πόρτας,
στάζει κάποιο χαμόγελο.